Αυτά είναι τα εδάφια της Βίβλου για τα οποία μιλάνε διπλό μυαλό
Επιστολή Ιακώβου 1 : 6 – 8
6 Ας ζητάει, όμως, με πίστη, χωρίς να διστάζει καθόλου· επειδή, αυτός που διστάζει μοιάζει με κύμα τής θάλασσας, που κινείται από τους ανέμους και συνταράζεται. 0
7 Επειδή, ας μη νομίζει ο άνθρωπος εκείνος ότι θα πάρει κάτι από τον Κύριο.
8 Άνθρωπος δίγνωμος είναι ακατάστατος σε όλους τούς δρόμους του.
Επιστολή Ιακώβου 4 : 8
8 Πλησιάσετε στον Θεό, και θα πλησιάσει σε σας. Καθαρίστε τα χέρια σας, αμαρτωλοί, και αγνίστε τις καρδιές, δίγνωμοι.
Επιστολή Ιακώβου 1 : 8
8 Άνθρωπος δίγνωμος είναι ακατάστατος σε όλους τούς δρόμους του.
Επιστολή Ιακώβου 1 : 22 – 25
22 Γίνεστε δε εκτελεστές τού λόγου, και όχι μονάχα ακροατές, εξαπατώντας τον εαυτό σας.
23 Επειδή, αν κάποιος είναι ακροατής τού λόγου, και όχι εκτελεστής, αυτός μοιάζει με έναν άνθρωπο, που κοιτάζει το φυσικό του πρόσωπο μέσα σε καθρέφτη·
24 επειδή, κοίταξε τον εαυτό του, και αναχώρησε, κι αμέσως λησμόνησε ποιος ήταν.
25 Όποιος, όμως, εγκύψει στον τέλειο νόμο τής ελευθερίας, και επιμείνει σ’ αυτόν, αυτός που έγινε όχι ακροατής, που λησμονεί, αλλά εκτελεστής έργου, αυτός θα είναι μακάριος κατά την εκτέλεσή του.
Επιστολή Πέτρου Α’ 5 : 8
8 Εγκρατευθείτε, αγρυπνήστε· επειδή, ο αντίδικός σας ο διάβολος περιτριγυρίζει, σαν ωρυόμενο λιοντάρι, ζητώντας ποιον να καταπιεί.
Επιστολή Ιακώβου 4 : 7
7 Υποταχθείτε, λοιπόν, στον Θεό· αντισταθείτε στον διάβολο, και θα φύγει από σας.
Προς Κορινθίους Β’ 7 : 1
1 Αγαπητοί, έχοντας, λοιπόν, αυτές τις υποσχέσεις, ας καθαρίσουμε τον εαυτό μας από κάθε μολυσμό σάρκας και πνεύματος, εκπληρώνοντας αγιοσύνη με φόβο Θεού.
Επιστολή Πέτρου Α’ 4 : 12 – 13
12 Αγαπητοί, μη παραξενεύεστε εξαιτίας τού βασανισμού που γίνεται σε σας για δοκιμασία, σαν να σας συνέβαινε κάτι παράδοξο·
13 αλλά, δεδομένου ότι είστε κοινωνοί των παθημάτων τού Χριστού, να χαίρεστε, ώστε και όταν η δόξα του φανερωθεί, να χαρείτε νιώθοντας αγαλλίαση.
Επιστολή Ιακώβου 1 : 22
22 Γίνεστε δε εκτελεστές τού λόγου, και όχι μονάχα ακροατές, εξαπατώντας τον εαυτό σας.
Επιστολή Ιακώβου 4 : 3
3 Ζητάτε, και δεν παίρνετε, επειδή ζητάτε με κακή πρόθεση, για να δαπανήσετε στις ηδονές σας.
Επιστολή Ιακώβου 1 : 1 – 27
1 Ο ΙΑΚΩΒΟΣ, δούλος τού Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, προς τις δώδεκα φυλές, που είναι στη διασπορά, χαίρετε.
2 Κάθε χαρά θεωρήστε, αδελφοί μου, όταν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς·
3 γνωρίζοντας ότι η δοκιμασία τής πίστης σας εργάζεται υπομονή·
4 η δε υπομονή ας έχει τέλειο έργο, για να είστε τέλειοι και ολόκληροι, χωρίς να είστε σε τίποτε ελλειπείς.
5 Αν, όμως, κάποιος από σας είναι ελλειπής σε σοφία, ας ζητάει από τον Θεό, που δίνει σε όλους πλούσια, και χωρίς να ονειδίζει· και θα του δοθεί.
6 Ας ζητάει, όμως, με πίστη, χωρίς να διστάζει καθόλου· επειδή, αυτός που διστάζει μοιάζει με κύμα τής θάλασσας, που κινείται από τους ανέμους και συνταράζεται. 0
7 Επειδή, ας μη νομίζει ο άνθρωπος εκείνος ότι θα πάρει κάτι από τον Κύριο.
8 Άνθρωπος δίγνωμος είναι ακατάστατος σε όλους τούς δρόμους του.
9 Ας καυχάται δε ο ταπεινός αδελφός στο ύψος του·
10 και ο πλούσιος, στην ταπείνωσή του· μια που, σαν άνθος χόρτου θα παρέλθει.
11 Επειδή, ο ήλιος ανέτειλε με τον καύσωνα, και ξέρανε το χορτάρι, και το άνθος του ξέπεσε, και η ομορφιά τού προσώπου του αφανίστηκε· έτσι και ο πλούσιος θα μαραθεί στους δρόμους του.
12 Μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό· επειδή, αφού δοκιμαστεί, θα πάρει το στεφάνι τής ζωής, το οποίο ο Κύριος υποσχέθηκε σ’ αυτούς που τον αγαπούν.
13 Κανένας, όταν πειράζεται, ας μη λέει ότι: Από τον Θεό πειράζομαι· επειδή, ο Θεός είναι απείραστος κακών, κι αυτός δεν πειράζει κανέναν.
14 Πειράζεται, όμως, κάθε ένας, από τη δική του επιθυμία, καθώς παρασύρεται και δελεάζεται.
15 Έπειτα, η επιθυμία, αφού συλλάβει, γεννάει την αμαρτία· και η αμαρτία, μόλις εκτελεστεί, γεννάει τον θάνατο.
16 Μη πλανιέστε, αδελφοί μου αγαπητοί·
17 κάθε αγαθή δόση, και κάθε τέλειο δώρημα, είναι από πάνω, το οποίο κατεβαίνει από τον Πατέρα των φώτων, στον οποίο δεν υπάρχει αλλοίωση ή σκιά μεταβολής.
18 Από τη δική του θέληση μας γέννησε διαμέσου τού λόγου τής αλήθειας, για να είμαστε εμείς κάποια απαρχή των κτισμάτων του.
19 Λοιπόν, αδελφοί μου αγαπητοί, ας είναι κάθε άνθρωπος γρήγορος στο να ακούει, αργός στο να μιλάει, αργός σε οργή·
20 επειδή, η οργή τού ανθρώπου δεν εργάζεται τη δικαιοσύνη τού Θεού.
21 Γι’ αυτό, αφού απορρίψετε κάθε ρυπαρότητα και περίσσεια κακίας, δεχθείτε με πραότητα τον λόγο που φυτεύθηκε μέσα σας, αυτόν που μπορεί να σώσει τις ψυχές σας.
22 Γίνεστε δε εκτελεστές τού λόγου, και όχι μονάχα ακροατές, εξαπατώντας τον εαυτό σας.
23 Επειδή, αν κάποιος είναι ακροατής τού λόγου, και όχι εκτελεστής, αυτός μοιάζει με έναν άνθρωπο, που κοιτάζει το φυσικό του πρόσωπο μέσα σε καθρέφτη·
24 επειδή, κοίταξε τον εαυτό του, και αναχώρησε, κι αμέσως λησμόνησε ποιος ήταν.
25 Όποιος, όμως, εγκύψει στον τέλειο νόμο τής ελευθερίας, και επιμείνει σ’ αυτόν, αυτός που έγινε όχι ακροατής, που λησμονεί, αλλά εκτελεστής έργου, αυτός θα είναι μακάριος κατά την εκτέλεσή του.
26 Αν κάποιος ανάμεσά σας νομίζει ότι είναι θρήσκος, και δεν χαλινώνει τη γλώσσα του, αλλά εξαπατάει την καρδιά του, η θρησκεία του είναι μάταιη.
27 Θρησκεία καθαρή και χωρίς ψεγάδι μπροστά στον Θεό και Πατέρα είναι τούτη: Να επισκέπτεται τους ορφανούς και τις χήρες στη θλίψη τους, και να τηρεί τον εαυτό του αμόλυντο από τον κόσμο.
Προς Κορινθίους Β’ 11 : 3
3 Φοβάμαι, όμως, μήπως, όπως το φίδι με την πανουργία του εξαπάτησε την Εύα, διαφθαρεί έτσι ο νους σας, ξεπέφτοντας από την απλότητα που υπάρχει στον Χριστό.
Επιστολή Ιωάννη Α’ 3 : 22
22 και ό,τι αν ζητάμε το παίρνουμε απ’ αυτόν, επειδή τηρούμε τις εντολές του και πράττουμε τα αρεστά μπροστά του.
Επιστολή Ιακώβου 2 : 8
8 Αν μεν εκτελείτε τον βασιλικό νόμο, σύμφωνα με τη γραφή: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου», κάνετε καλά·
Προς Κορινθίους Β’ 10 : 5
5 δεδομένου ότι, καθαιρούμε λογισμούς, και κάθε ύψωμα, που αλαζονικά υψώνεται ενάντια στη γνώση τού Θεού, και αιχμαλωτίζουμε κάθε νόημα στην υπακοή τού Χριστού·
Προς Ρωμαίους 6 : 22
22 Αλλά, τώρα, καθώς ελευθερωθήκατε από την αμαρτία, και γίνατε δούλοι στον Θεό, έχετε τον καρπό σας σε αγιασμό· το δε τέλος αιώνια ζωή.
Κατά Ματθαίον 27 : 1 – 66
1 ΚΑΙ όταν έγινε πρωί, όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού έκαναν συμβούλιο εναντίον του Ιησού για να τον θανατώσουν.
2 Και αφού τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, τον ηγεμόνα.
3 Τότε, ο Ιούδας, αυτός που τον παρέδωσε, βλέποντας ότι καταδικάστηκε, αφού μεταμελήθηκε επέστρεψε στους πρεσβύτερους τα 30 αργύρια,
4 λέγοντας: Αμάρτησα, επειδή παρέδωσα αθώο αίμα. Και εκείνοι είπαν: Και σε μας, τι; Αφορά εσένα.
5 Και ρίχνοντας τα αργύρια μέσα στον ναό, αναχώρησε· και φεύγοντας κρεμάστηκε.
6 Και οι ιερείς, παίρνοντας τα αργύρια, είπαν: Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο· επειδή, είναι τιμή αίματος.
7 Και αφού έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν μ’ αυτά το χωράφι τού κεραμέα, για να θάβονται εκεί οι ξένοι.
8 Γι’ αυτό, το χωράφι εκείνο ονομάστηκε: Χωράφι αίματος, μέχρι τη σημερινή ημέρα.
9 Τότε, εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού Ιερεμία τού προφήτη, που είπε: «Και πήραν τα 30 αργύρια, την τιμή που εκτιμήθηκε, τον οποίο εκτίμησαν οι γιοι Ισραήλ,
10 και τα έδωσαν στο χωράφι τού κεραμέα, καθώς ο Κύριος παρήγγειλε σε μένα».
11 Και ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα· και ο ηγεμόνας τον ρώτησε, λέγοντας: Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Και ο Ιησούς τού είπε: Εσύ το λες.
12 Και ενώ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι τον κατηγορούσαν, δεν απάντησε καθόλου.
13 Τότε, ο Πιλάτος λέει σ’ αυτόν: Δεν ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον σου;
14 Και δεν του απάντησε ούτε σε έναν λόγο· ώστε ο ηγεμόνας θαύμαζε πολύ.
15 Και κατά τη γιορτή, ο ηγεμόνας συνήθιζε να απολύει στο πλήθος έναν φυλακισμένο, όποιον ήθελαν.
16 Και είχαν τότε έναν περιβόητο φυλακισμένο, που λεγόταν Βαραββάς.
17 Ενώ, λοιπόν, ήσαν συγκεντρωμένοι, ο Πιλάτος είπε σ’ αυτούς: Ποιον θέλετε να σας απολύσω; Τον Βαραββά ή τον Ιησού, που λέγεται Χριστός;
18 Επειδή, ήξερε ότι από φθόνο τον παρέδωσαν.
19 Και ενώ καθόταν επάνω στο βήμα, η γυναίκα του έστειλε κάποιον προς αυτόν, λέγοντας: Άπεχε από εκείνον τον δίκαιο· επειδή, πολλά έπαθα γι’ αυτόν σήμερα σε όνειρο.
20 Οι αρχιερείς, όμως, και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τα πλήθη να ζητήσουν τον Βαραββά, και να θανατώσουν τον Ιησού.
21 Και απαντώντας ο ηγεμόνας, τους είπε: Ποιον από τους δύο θέλετε να σας απολύσω; Και εκείνοι είπαν: Τον Βαραββά.
22 Και ο Πιλάτος λέει σ’ αυτούς: Τι, λοιπόν, να κάνω τον Ιησού, που λέγεται Χριστός; Και όλοι λένε σ’ αυτόν: Να σταυρωθεί.
23 Και ο ηγεμόνας είπε: Και τι κακό έπραξε; Εκείνοι, όμως, έκραζαν περισσότερο, λέγοντας: Να σταυρωθεί.
24 Και βλέποντας ο Πιλάτος ότι δεν ωφελεί σε τίποτε, αλλά μάλλον γίνεται θόρυβος, παίρνοντας νερό, ένιψε τα χέρια του μπροστά από το πλήθος, λέγοντας: Είμαι αθώος από το αίμα αυτού τού δικαίου· αφορά εσάς.
25 Και απαντώντας ολόκληρος ο λαός, είπε: Το αίμα του ας είναι επάνω μας, και επάνω στα παιδιά μας.
26 Τότε, τους απέλυσε τον Βαραββά· τον δε Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.
27 Τότε, οι στρατιώτες τού ηγεμόνα, παίρνοντας τον Ιησού στο πραιτώριο, συγκέντρωσαν εναντίον του ολόκληρο το τάγμα των στρατιωτών.
28 Και αφού τον ξέντυσαν, τον έντυσαν με μια κόκκινη χλαμύδα.
29 Και πλέκοντας ένα στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν επάνω στο κεφάλι του, και του έδωσαν ένα καλάμι στο δεξί του χέρι· και καθώς γονάτισαν μπροστά του, τον ενέπαιζαν, λέγοντας: Χαίρε, ο βασιλιάς των Ιουδαίων.
30 Και, φτύνοντάς τον, πήραν το καλάμι, και χτυπούσαν στο κεφάλι του.
31 Και αφού τον ενέπαιξαν, τον ξέντυσαν από τη χλαμύδα, και τον έντυσαν με τα ιμάτιά του· και τον έφεραν για να τον σταυρώσουν.
32 Και ενώ έβγαιναν έξω, βρήκαν έναν άνθρωπο Κυρηναίο, που τον έλεγαν Σίμωνα· αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει τον σταυρό του.
33 Και όταν ήρθαν στον τόπο, ο οποίος λεγόταν Γολγοθάς, που σημαίνει τόπος Κρανίου,
34 του έδωσαν να πιει ξίδι ανακατεμένο με χολή· και καθώς το γεύθ,ηκε δεν ήθελε να πιει.
35 Και αφού τον σταύρωσαν, μοιράστηκαν τα ιμάτιά του, βάζοντας κλήρο· για να εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού προφήτη: «Μοιράστηκαν αναμεταξύ τους τα ιμάτιά μου, και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο».
36 Και καθισμένοι, τον φύλαγαν εκεί.
37 Και πάνω από το κεφάλι του έβαλαν γραμμένη την κατηγορία του: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ.
38 Τότε, σταυρώθηκαν μαζί του δύο ληστές, ο ένας από δεξιά και ο άλλος από αριστερά.
39 Και όσοι διάβαιναν, τον βλασφημούσαν, κουνώντας τα κεφάλιατους,
40 και λέγοντας: Αυτός που γκρεμίζει τον ναό, και που σε τρεις ημέρες τον κτίζει, σώσε τον εαυτό σου· αν είσαι Υιός τού Θεού, κατέβα από τον σταυρό.
41 Το ίδιο και οι αρχιερείς, μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβύτερους, εμπαίζοντας έλεγαν:
42 Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει· αν είναι βασιλιάς τού Ισραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, και θα πιστέψουμε σ’ αυτόν·
43 εμπιστεύθηκε στον Θεό· ας τον σώσει τώρα, αν τον θέλει· επειδή, είπε: Είμαι Υιός τού Θεού.
44 Το ίδιο μάλιστα και οι δύο ληστές που είχαν συσταυρωθεί μαζί του, τον ονείδιζαν.
45 Και από την έκτη ώρα έγινε σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη μέχρι την ένατη ώρα.
46 Και γύρω στην ένατη ώρα, ο Ιησούς αναβόησε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;», δηλαδή, «Θεέ μου, Θεέ μου, για ποιον σκοπό με εγκατέλειψες;».
47 Και μερικοί από εκείνους που έστεκαν εκεί, όταν το άκουσαν, έλεγαν ότι: Αυτός φωνάζει τον Ηλία.
48 Κι αμέσως, ένας απ’ αυτούς έτρεξε, και παίρνοντας ένα σφουγγάρι, και γεμίζοντάς το με ξίδι, και βάζοντάς το σε ένα καλάμι, τον πότιζε.
49 Ενώ οι υπόλοιποι έλεγαν: Άφησε, να δούμε αν θάρθει ο Ηλίας για να τον σώσει.
50 Και ο Ιησούς, αφού έκραξε ξανά με δυνατή φωνή, άφησε το πνεύμα.
51 Και ξάφνου, το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από επάνω μέχρι κάτω· και η γη σείστηκε, και οι πέτρες σχίστηκαν,
52 και τα μνήματα άνοιξαν, και πολλά σώματα αγίων που είχαν πεθάνει αναστήθηκαν·
53 κι αφού βγήκαν από τα μνήματα ύστερα από την ανάστασή του, μπήκαν μέσα στην άγια πόλη, και εμφανίστηκαν σε πολλούς.
54 Και ο εκατόνταρχος και εκείνοι που μαζί του φύλαγαν τον Ιησού, όταν είδαν τον σεισμό και όσα έγιναν, φοβήθηκαν υπερβολικά, λέγοντας: Πραγματικά, Υιός τού Θεού ήταν αυτός.
55 Ήσαν μάλιστα εκεί πολλές γυναίκες που κοίταζαν από μακριά· οι οποίες ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία, και οι οποίες τον υπηρετούσαν·
56 ανάμεσα στις οποίες ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα τού Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των γιων τού Ζεβεδαίου.
57 Και όταν έγινε βράδυ, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαία, με το όνομα Ιωσήφ, που κι αυτός μαθήτευσε στον Ιησού.
58 Αυτός, αφού ήρθε στον Πιλάτο, ζήτησε το σώμα τού Ιησού. Τότε, ο Πιλάτος πρόσταξε να αποδοθεί το σώμα.
59 Και ο Ιωσήφ, παίρνοντας το σώμα, το τύλιξε με καθαρό σεντόνι,
60 και το έβαλε στο καινούργιο του μνήμα, που είχε λατομήσει μέσα στην πέτρα· κι αφού κύλισε μια μεγάλη πέτρα προς τη θύρα τού μνήματος, αναχώρησε.
61 Ήταν δε εκεί η Μαρία η Μαγδαληνή, και η άλλη Μαρία, καθισμένες απέναντι από τον τάφο.
62 Και την επόμενη ημέρα, που είναι μετά την Παρασκευή, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκεντρώθηκαν στον Πιλάτο,
63 λέγοντας: Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος όταν ακόμα ζούσε είχε πει: Ύστερα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ.
64 Πρόσταξε, λοιπόν, να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως οι μαθητές του, ερχόμενοι μέσα στη νύχτα, τον κλέψουν, και πουν στον λαό: Αναστήθηκε από τους νεκρούς· και η τελευταία πλάνη θα είναι χειρότερη από την πρώτη.
65 Και ο Πιλάτος είπε σ’ αυτούς: Έχετε φύλακες· πηγαίνετε, ασφαλίστε όπως ξέρετε.
66 Και εκείνοι πήγαν, και ασφάλισαν τον τάφο, σφραγίζοντας την πέτρα, και βάζοντας τους φύλακες.
Κατά Ματθαίον 5 : 5
5 Μακάριοι οι πράοι· επειδή, αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη.
Προς Ρωμαίους 8 : 28
28 Και ξέρουμε ότι όλα συνεργούν προς το αγαθό σ’ αυτούς που αγαπούν τον Θεό, τους προσκαλεσμένους σύμφωνα με τον προορισμό του.
Ψαλμοί 103 : 1 – 22
1 Ψαλμός τού Δαβίδ. ΕΥΛΟΓΕΙ, ω ψυχή μου, τον Κύριο· και κάθε τι που είναι μέσα μου, το όνομά του το άγιο.
2 Ευλόγει, ω ψυχή μου, τον Κύριο, και μη ξεχνάς όλες τις ευεργεσίες του·
3 αυτόν που συγχωρεί όλες τις ανομίες σου· αυτόν που γιατρεύει όλες τις αρρώστιες σου·
4 αυτόν που λυτρώνει από τη φθορά τη ζωή σου· αυτόν που σε στεφανώνει με έλεος και οικτιρμούς·
5 αυτόν που χορταίνει τα γηρατειά σου με αγαθά· η νεότητά σου ανανεώνεται σαν του αετού.
6 Ο Κύριος κάνει δικαιοσύνη και κρίση σε όλους εκείνους που αδικούνται.
7 Φανέρωσε τους δρόμους του στον Μωυσή, τα έργα του στους γιους Ισραήλ.
8 Οικτίρμονας και ελεήμονας είναι ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος.
9 Δεν θα δικολογεί για πάντα ούτε θα διατηρεί την οργή του στον αιώνα.
10 Δεν έκανε σε μας σύμφωνα με τις αμαρτίες μας ούτε ανταπέδωσε σε μας σύμφωνα με τις ανομίες μας.
11 Επειδή, όσο είναι το ύψος τού ουρανού επάνω από τη γη, τόσο μεγάλο είναι το έλεός του σ’ αυτούς που τον φοβούνται.
12 Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση, τόσο μακριά έστειλε από μας τις ανομίες μας.
13 Καθώς ο πατέρας σπλαχνίζεται τα παιδιά του, έτσι και ο Κύριος σπλαχνίζεται αυτούς που τον φοβούνται.
14 Επειδή, αυτός γνωρίζει την πλάση μας, θυμάται ότι είμαστε χώμα.
15 Οι ημέρες τού ανθρώπου είναι σαν το χορτάρι· σαν το άνθος τού χωραφιού, έτσι ανθίζει·
16 επειδή, ο άνεμος περνάει από πάνω του, και δεν υπάρχει πλέον· και ο τόπος του δεν το γνωρίζει πλέον.
17 Το έλεος του Κυρίου είναι από τον αιώνα και μέχρι τον αιώνα, επάνω σ’ αυτούς που τον φοβούνται· και η δικαιοσύνη του επάνω στους γιους των γιων·
18 επάνω σ’ εκείνους που τηρούν τη διαθήκη του, και σ’ εκείνους που θυμούνται τις εντολές του, για να τις εκπληρώνουν.
19 Ο Κύριος ετοίμασε τον θρόνο του στον ουρανό, και η βασιλεία του δεσπόζει τα πάντα.
20 Ευλογείτε τον Κύριο, άγγελοί του, δυνατοί με δύναμη, εκείνοι που εκτελούν τον λόγο του, εκείνοι που υπακούν στη φωνή τού λόγου του.
21 Ευλογείτε τον Κύριο, όλες οι δυνάμεις του· οι λειτουργοί του, εκείνοι που εκτελούν το θέλημά του.
22 Ευλογείτε τον Κύριο, όλα τα έργα του, σε κάθε τόπο τής δεσποτείας του. Ευλόγει, ω ψυχή μου, τον Κύριο.
Leave a Reply