Αυτά είναι τα εδάφια της Βίβλου για τα οποία μιλάνε εστέρα
Εσθήρ 8 : 1 – 17
1 Εκείνη την ημέρα ο βασιλιάς Ασσουήρης έδωσε στη βασίλισσα Εσθήρ το σπίτι τού Αμάν, του εχθρού των Ιουδαίων. Και ο Μαροδοχαίος ήρθε μπροστά στον βασιλιά· επειδή, η Εσθήρ φανέρωσε τι της ήταν.
2 Και βγάζοντας ο βασιλιάς το δαχτυλίδι του, που αφαίρεσε από τον Αμάν, το έδωσε στον Μαροδοχαίο. Και η Εσθήρ έκανε τον Μαροδοχαίο επιτηρητή στο σπίτι τού Αμάν.
3 ΚΑΙ η Εσθήρ μίλησε ξανά μπροστά στον βασιλιά, και έπεσε μπροστά στα πόδια του, και τον ικέτευσε με δάκρυα να ακυρώσει την κακία τού Αμάν, του Αγαγίτη, και τη σκευωρία του, που σκευώρησε ενάντια στους Ιουδαίους.
4 Και ο βασιλιάς άπλωσε το χρυσό σκήπτρο προς την Εσθήρ. Τότε, καθώς η Εσθήρ σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στον βασιλιά,
5 και είπε: Αν είναι αρεστό στον βασιλιά, και αν βρήκα χάρη μπροστά του, και το πράγμα φαίνεται ορθό στον βασιλιά, και αρέσκεται σε μένα, ας γραφτεί διάταγμα να ανακληθούν οι επιστολές που σκευωρήθηκαν από τον Αμάν, τον γιο τού Αμμεδαθά, του Αγαγίτη, που έγ
6 επειδή, πώς μπορώ να υποφέρω να δω το κακό, που θα βρει τον λαό μου; Ή, πώς μπορώ να υποφέρω να δω τον αφανισμό της συγγένειάς μου;
7 Τότε, ο βασιλιάς Ασσουήρης είπε στη βασίλισσα Εσθήρ, και στον Μαροδοχαίο, τον Ιουδαίο: Δέστε, έδωσα στην Εσθήρ το σπίτι τού Αμάν, κι αυτόν τον κρέμασαν επάνω στο ξύλο, επειδή άπλωσε το χέρι του ενάντια στους Ιουδαίους·
8 εσείς, λοιπόν, γράψτε υπέρ των Ιουδαίων, όπως σας φαίνεται καλό, και στο όνομα του βασιλιά, και σφραγίστε το με το βασιλικό δαχτυλίδι· επειδή, η επιστολή, που είναι γραμμένη στο όνομα του βασιλιά, και σφραγισμένη με το βασιλικό δαχτυλίδι, είναι αμετάτρεπτ
9 Και προσκλήθηκαν οι γραμματείς του βασιλιά εκείνο τον καιρό, τον τρίτο μήνα, αυτός είναι ο μήνας Σιβάν, την 23η ημέρα του· και γράφτηκε σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξε ο Μαροδοχαίος στους Ιουδαίους, και στους σατράπες, και διοικητές και άρχοντες των επαρχιών,
10 Και έγραψε στο όνομα του βασιλιά Ασσουήρη, και το σφράγισε με το βασιλικό δαχτυλίδι, και έστειλε τις επιστολές μέσω έφιππων ταχυδρόμων, που ίππευαν επάνω σε ταχύποδα και γενναία μουλάρια·
11 ο βασιλιάς επέτρεπε μ’ αυτές στους Ιουδαίους, που ήσαν σε κάθε πόλη, να συγκεντρωθούν και να σταθούν υπέρ της ζωής τους, να απολέσουν, να φονεύσουν, και να αφανίσουν ολόκληρη τη δύναμη του λαού και της επαρχίας εκείνων που τους καταθλίβουν, παιδιά και γυν
12 σε μία ημέρα, σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά Ασσουήρη, τη 13η ημέρα του 12ου μήνα, κι αυτός είναι ο μήνας Αδάρ.
13 Το αντίγραφο της επιστολής, που προοριζόταν για διάδοση του διατάγματος σε κάθε επαρχία, δημοσιεύθηκε σε όλους τους λαούς, για να είναι οι Ιουδαίοι έτοιμοι εκείνη την ημέρα, να εκδικηθούν ενάντια στους εχθρούς τους.
14 Και οι ταχυδρόμοι βγήκαν, ιππεύοντας επάνω στα ταχύποδα μουλάρια, σπεύδοντας και κατεπειγόμενοι από την προσταγή τού βασιλιά. Και η διαταγή εκδόθηκε στα Σούσα, τη βασιλική πόλη.
15 Και ο Μαροδοχαίος βγήκε μπροστά από τον βασιλιά με βασιλική στολή, γαλάζια και άσπρη, και φορώντας ένα μεγάλο χρυσό στεφάνι, και ένα επανωφόρι από εκλεκτό λινό και πορφύρα· και η πόλη Σούσα χαιρόταν και ευφραινόταν.
16 Στους Ιουδαίους ήταν φως, και αγαλλίαση, και χαρά και δόξα.
17 Και σε κάθε επαρχία, και σε κάθε πόλη, όπου ήρθε το διάταγμα του βασιλιά και η διαταγή, έγινε στους Ιουδαίους χαρά και αγαλλίαση, ευωχία και ημέρα αγαθή. Και πολλοί από τους λαούς τής γης έγιναν Ιουδαίοι· επειδή, ο φόβος των Ιουδαίων έπεσε επάνω τους.
Εσθήρ 4 : 14
14 επειδή, αν ολοκληρωτικά σιωπήσεις σ’ αυτό τον καιρό, από αλλού θάρθει αναψυχή και σωτηρία στους Ιουδαίους, εσύ όμως και η οικογένεια του πατέρα σου θα απολεστείτε· και ποιος ξέρει αν εσύ ήρθες στη βασιλεία για έναν τέτοιον καιρό, που είναι τούτος.
Εσθήρ 5 : 1 – 14
1 ΚΑΙ την τρίτη ημέρα, η Εσθήρ, αφού ντύθηκε τη βασιλική στολή, στάθηκε στην εσωτερική αυλή τού βασιλικού οίκου, απέναντι από τον οίκο τού βασιλιά· και ο βασιλιάς καθόταν επάνω στον βασιλικό θρόνο του, στον βασιλικό οίκο, απέναντι από την πύλη τού οίκου.
2 Και ο βασιλιάς καθώς είδε τη βασίλισσα Εσθήρ να στέκεται στην αυλή, βρήκε χάρη μπροστά του· και άπλωσε ο βασιλιάς προς την Εσθήρ το χρυσό σκήπτρο, που ήταν στο χέρι του· και η Εσθήρ πλησίασε και άγγιξε την άκρη τού σκήπτρου.
3 Και ο βασιλιάς τής είπε: Τι θέλεις, βασίλισσα Εσθήρ; Και ποιο είναι το αίτημά σου; Και μέχρι του μισού τής βασιλείας, θα σου δοθεί.
4 Και η Εσθήρ αποκρίθηκε: Αν είναι αρεστό στον βασιλιά, ας έρθει ο βασιλιάς και ο Αμάν, σήμερα στο συμπόσιο, που ετοίμασα γι’ αυτόν.
5 Και ο βασιλιάς είπε: Κάντε να σπεύσει ο Αμάν, για να κάνει τον λόγο τής Εσθήρ. Και ήρθαν ο βασιλιάς και ο Αμάν στο συμπόσιο, που έκανε η Εσθήρ.
6 Και είπε ο βασιλιάς στην Εσθήρ στο συμπόσιο του κρασιού: Ποιο είναι το ζήτημά σου; Και θα δοθεί σε σένα· και ποιο είναι το αίτημά σου; Και μέχρι του μισού τής βασιλείας αν ζητήσεις, θα γίνει.
7 Τότε, απαντώντας η Εσθήρ είπε: Το ζήτημά μου και το αίτημά μου είναι:
8 Αν βρήκα χάρη μπροστά στον βασιλιά, και αν είναι αρεστό στον βασιλιά να εκτελέσει το ζήτημά μου, και να κάνει το αίτημά μου, ας έρθει ο βασιλιάς και ο Αμάν στο συμπόσιο που θα ετοιμάσω γι’ αυτούς· και αύριο θα κάνω σύμφωνα με τον λόγο τού βασιλιά.
9 Τότε ο Αμάν βγήκε εκείνη την ημέρα καταχαρούμενος και εύθυμος στην καρδιά· αλλ’ όταν ο Αμάν είδε τον Μαροδοχαίο στην πύλη τού βασιλιά, ότι δεν σηκώθηκε ούτε κινήθηκε γι’ αυτόν, ο Αμάν γέμισε από θυμό ενάντια στον Μαροδοχαίο.
10 Αλλ’ ο Αμάν συγκράτησε τον εαυτό του· και μπαίνοντας στο σπίτι του, έστειλε και κάλεσε τους φίλους του, και τη γυναίκα του, τη Ζερές,
11 και τους διηγήθηκε ο Αμάν για τη δόξα τού πλούτου του, και για το πλήθος των παιδιών του, και πόσο τον μεγάλυνε ο βασιλιάς, και με ποιον τρόπο τον ύψωσε πιο πάνω από τους άρχοντες και τους δούλους τού βασιλιά.
12 Και είπε ο Αμάν: Μάλιστα, η βασίλισσα Εσθήρ δεν προσκάλεσε στο συμπόσιο που έκανε, παρά εμένα, μαζί με τον βασιλιά· και αύριο πάλι είμαι προσκαλεσμένος σ’ αυτή μαζί με τον βασιλιά·
13 εντούτοις, όλα αυτά δεν με ωφελούν, όσο βλέπω τον Μαροδοχαίο, τον Ιουδαίο, να κάθεται στην πύλη τού βασιλιά.
14 Και του είπε η γυναίκα του, η Ζερές, και όλοι οι φίλοι του: Ας κατασκευαστεί ένα ξύλο ύψους 50 πήχες, και το πρωί πες στον βασιλιά να κρεμαστεί ο Μαροδοχαίος επάνω σ’ αυτό· τότε, πήγαινε υπερχαρούμενος μαζί με τον βασιλιά στο συμπόσιο. Και το πράγμα άρεσε
Εσθήρ 4 : 16
16 Πήγαινε, συγκέντρωσε όλους τους Ιουδαίους, που βρίσκονται στα Σούσα, και νηστέψτε για μένα, και μη φάτε και μη πιείτε τρεις ημέρες, νύχτα και ημέρα· κι εγώ και οι υπηρέτριές μου θα νηστέψουμε το ίδιο· και έτσι θα μπω μέσα στον βασιλιά, που δεν γίνεται σύμ
Εσθήρ 9 : 1 – 32
1 ΚΑΙ τον 12ο μήνα, αυτός είναι ο μήνας Αδάρ, τη 13η ημέρα του ίδιου μήνα, όταν το διάταγμα του βασιλιά και η διαταγή του πλησίαζε να εκτελεστεί, την ημέρα κατά την οποία οι εχθροί των Ιουδαίων έλπιζαν να τους εξουσιάσουν, (αν και στράφηκε προς το αντίθετο,
2 συγκεντρώθηκαν οι Ιουδαίοι στις πόλεις τους, σε όλες τις επαρχίες του βασιλιά Ασσουήρη, για να βάλουν χέρι επάνω σ’ αυτούς που ζητούσαν το κακό τους· και κανένας δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί, επειδή ο φόβος τους έπεσε επάνω σε όλους τούς λαούς.
3 Και όλοι οι άρχοντες των επαρχιών, και οι σατράπες, και οι διοικητές, και οι οικονόμοι τού βασιλιά, βοηθούσαν τους Ιουδαίους· επειδή, ο φόβος τού Μαροδοχαίου έπεσε επάνω τους·
4 για τον λόγο ότι, ο Μαροδοχαίος ήταν μεγάλος μέσα στον οίκο τού βασιλιά, και η φήμη του διαδόθηκε σε όλες τις επαρχίες· επειδή, ο άνθρωπος ο Μαροδοχαίος γινόταν όλο και ισχυρότερος.
5 Και οι Ιουδαίοι χτύπησαν όλους τους εχθρούς τους, με χτύπημα ρομφαίας, και σφαγή, και όλεθρο, και έκαναν σ’ αυτούς που τους μισούσαν, όπως ήθελαν.
6 Και στα Σούσα, τη βασιλική πόλη, οι Ιουδαίοι φόνευσαν και εξολόθρευσαν 500 άνδρες.
7 Και τον Φαρσανδαθά, και τον Δαλφών, και τον Ασπαθά,
8 και τον Ποραθά,και τον Αδαλία, και τον Αριδαθά,
9 και τον Φαρμαστά, και τον Αρισαϊ, και τον Αριδαϊ και τον Βαϊεζαθά,
10 τους δέκα γιους τού Αμάν, γιου τού Αμμεδαθά, του εχθρού των Ιουδαίων, τους φόνευσαν· επάνω σε λάφυρα, όμως, δεν έβαλαν το χέρι τους.
11 Εκείνη την ημέρα, ο αριθμός αυτών που φονεύθηκαν στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, φέρθηκε μπροστά στον βασιλιά.
12 Και ο βασιλιάς είπε στη βασίλισσα Εσθήρ: Στα Σούσα, τη βασιλική πόλη, οι Ιουδαίοι φόνευσαν και εξολόθρευσαν 500 άνδρες, και τους δέκα γιους τού Αμάν· στις υπόλοιπες επαρχίες τού βασιλιά τι έκαναν; Τώρα, ποιο είναι το ζήτημά σου; Και θα σου δοθεί· και ποιο
13 Και η Εσθήρ είπε: Αν είναι αρεστό στον βασιλιά, ας δοθεί στους Ιουδαίους, που βρίσκονται, στα Σούσα, να κάνουν και αύριο σύμφωνα με τη διαταγή αυτής της ημέρας· και τους δέκα γιους τού Αμάν να τους κρεμάσουν επάνω σε ξύλα.
14 Και ο βασιλιάς πρόσταξε να γίνει έτσι· και εκδόθηκε διαταγή στα Σούσα· και κρέμασαν τους δέκα γιους τού Αμάν.
15 Και οι Ιουδαίοι, που ήσαν στα Σούσα, συγκεντρώθηκαν, και τη 14η ημέρα του μήνα Αδάρ, και φόνευσαν 300 άνδρες στα Σούσα· στα λάφυρα, όμως, δεν έβαλαν το χέρι τους.
16 Και οι άλλοι Ιουδαίοι, που ήσαν στις επαρχίες τού βασιλιά, συγκεντρώθηκαν και στάθηκαν υπέρ της ζωής τους, και πήραν ανάπαυση από τους εχθρούς τους, και φόνευσαν απ’ αυτούς που τους μισούσαν 75.000· σε λάφυρα, όμως, δεν έβαλαν το χέρι τους·
17 τη 13η ημέρα τού μήνα Αδάρ· και τη 14η ημέρα του ίδιου μήνα αναπαύθηκαν, και την έκαναν ημέρα συμποσίου και ευφροσύνης.
18 Και οι Ιουδαίοι που ήσαν στα Σούσα συγκεντρώθηκαν τη 13η ημέρα του, και τη 14η ημέρα του· και τη 15η ημέρα του ίδιου μήνα αναπαύθηκαν, και την έκαναν ημέρα συμποσίου και ευφροσύνης.
19 Γι’ αυτό, οι Ιουδαίοι, οι χωρικοί, που κατοικούσαν στις ατείχιστες πόλεις, έκαναν τη 14η ημέρα του μήνα Αδάρ ημέρα ευφροσύνης και συμποσίου, και ημέρα αγαθή, και έστελναν μερίδες ο ένας στον άλλον.
20 ΚΑΙ ο Μαροδοχαίος έγραψε αυτά τα πράγματα, και έστειλε επιστολές σε όλους τούς Ιουδαίους, που ήσαν σε όλες τις επαρχίες τού βασιλιά Ασσουήρη, σ’ αυτούς που ήσαν κοντά και σ’ αυτούς που ήσαν μακριά,
21 προσδιορίζοντάς τους να τηρούν τη 14η ημέρα τού μήνα Αδάρ, και τη 15η του ίδιου μήνα, κάθε χρόνο,
22 σαν τις ημέρες που οι Ιουδαίοι αναπαύθηκαν από τους εχθρούς τους, και τον μήνα κατά τον οποίο η λύπη τους μετατράπηκε γι’ αυτούς σε χαρά, και το πένθος σε ημέρα αγαθή· ώστε να τις κάνουν ημέρες συμποσίου και ευφροσύνης, και να στέλνουν μερίδες ο ένας στον
23 Και οι Ιουδαίοι δέχθηκαν εκείνο που άρχισαν να κάνουν, κι εκείνο που τους έγραψε ο Μαροδοχαίος·
24 επειδή, ο Αμάν, ο γιος τού Αμμεδαθά, ο Αγαγίτης, ο εχθρός όλων των Ιουδαίων, σκευώρησε ενάντια στους Ιουδαίους να τους αφανίσει, και έρριξε Φουρ, δηλαδή κλήρο, για να τους εξολοθρεύσει, και να τους αφανίσει·
25 όταν, όμως, ήρθε αυτή, η Εσθήρ, μπροστά στον βασιλιά, πρόσταξε με επιστολές, να στραφεί ενάντια στο κεφάλι του η κακή του σκευωρία, που σκευώρησε ενάντια στους Ιουδαίους, και τον κρέμασαν επάνω στο ξύλο, αυτόν και τους γιους του.
26 Γι’ αυτό, ονόμασαν τις ημέρες αυτές Φουρείμ, από το όνομα Φουρ. Ως εκ τούτου, και για όλους τους λόγους αυτής της επιστολής, και για εκείνο που είδαν για το πράγμα αυτό, και που συνέβηκε σ’ αυτούς,
27 οι Ιουδαίοι διέταξαν, και δέχθηκαν επάνω τους, κι επάνω στους απογόνους τους, κι επάνω σ’ αυτούς που ενώθηκαν μαζί τους, να μη παραλείψουν ποτέ από το να τηρούν τις δύο αυτές ημέρες, σύμφωνα με το γραμμένο γι’ αυτές, και στον καιρό τους κάθε χρόνο·
28 και οι ημέρες αυτές να αναφέρονται και να τηρούνται σε κάθε γενεά, κάθε συγγένεια, κάθε επαρχία, και κάθε πόλη· και οι ημέρες αυτές των Φουρείμ να μη εκλείψουν μέσα από τους Ιουδαίους, και να μη σταματήσει η θύμησή τους από τους απογόνους τους.
29 Τότε, η βασίλισσα Εσθήρ, η θυγατέρα τού Αβιχαίλ, και ο Μαροδοχαίος, ο Ιουδαίος, έγραψαν για δεύτερη φορά, με όλο το κύρος, για να τα στερεώσουν, τα γραμμένα για τα Φουρείμ.
30 Και έστειλαν επιστολές σε όλους τους Ιουδαίους, στις 127 επαρχίες τού βασιλείου τού Ασσουήρη, με λόγια ειρήνης και αλήθειας,
31 για να στερεώσει τις ημέρες αυτές των Φουρείμ στους καιρούς τους, όπως τους προσδιόρισαν ο Μαροδοχαίος, ο Ιουδαίος, και η βασίλισσα Εσθήρ, και όπως καθόρισαν γι’ αυτούς και για τους απογόνους τους, την υπόθεση των νηστειών και της κραυγής τους.
32 Και με διαταγή τής Εσθήρ επικυρώθηκε η υπόθεση αυτή των Φουρείμ· και γράφτηκε σε βιβλίο.
Βασιλειών Β’ 1 : 1 – 27
1 ΥΣΤΕΡΑ δε από τον θάνατο του Σαούλ, αφού ο Δαβίδ επέστρεψε από τη σφαγή των Αμαληκιτών, ο Δαβίδ κάθησε δύο ημέρες στη Σικλάγ·
2 και την τρίτη ημέρα, να, ήρθε ένας άνθρωπος από το στρατόπεδο, που ήταν κοντά στον Σαούλ, έχοντας ξεσχισμένα τα ιμάτιά του, κι επάνω στο κεφάλι του χώμα· και καθώς μπήκε στον Δαβίδ, έπεσε στη γη, και προσκύνησε.
3 Και ο Δαβίδ τού είπε: Από πού έρχεσαι; Κι εκείνος είπε: Εγώ διασώθηκα από το στρατόπεδο του Ισραήλ.
4 Και ο Δαβίδ τού είπε: Τι συνέβηκε; Πες μου, παρακαλώ. Και απάντησε, ότι: Ο λαός έφυγε από τη μάχη, και μάλιστα έπεσαν πολλοί από τον λαό, και πέθαναν· πέθαναν μάλιστα και ο Σαούλ, και ο γιος του ο Ιωνάθαν.
5 Και ο Δαβίδ είπε στον νέο, που του έδινε τις αγγελίες: Πώς ξέρεις ότι πέθανε ο Σαούλ, και ο γιος του ο Ιωνάθαν;
6 Και ο νέος που του έδινε τις αγγελίες τού είπε: Βρέθηκα κατά τύχη στο βουνό Γελβουέ, και να, ο Σαούλ ήταν γερμένος επάνω στο δόρατό του, και να, άμαξες και καβαλάρηδες τον έφταναν·
7 και όταν κοίταξε προς τα πίσω του, με είδε, και με κάλεσε· και απάντησα: Να, εγώ.
8 Και μου είπε: Ποιος είσαι; Και του απάντησα: Είμαι Αμαληκίτης.
9 Μου είπε ξανά: Στάσου επάνω μου, παρακαλώ, και θανάτωσέ με· γιατί, με κατέλαβε σκοτοδίνη, επειδή η ζωή μου είναι ακόμα ολόκληρη μέσα μου.
10 Στάθηκα, λοιπόν, επάνω του, και τον θανάτωσα· επειδή, ήμουν βέβαιος ότι δεν μπορούσε να ζήσει, αφού είχε πέσει· και πήρα το διάδημα, που ήταν επάνω στο κεφάλι του, και το βραχιόλι του, που ήταν στον βραχίονά του, και τα έφερα εδώ στον κύριό μου.
11 Τότε ο Δαβίδ πιάνοντας τα ιμάτιά του, τα ξέσχισε· και όλοι οι άνδρες που ήσαν μαζί του.
12 Και πένθησαν, και έκλαψαν, και νήστεψαν μέχρι την εσπέρα, για τον Σαούλ, και για τον Ιωνάθαν τον γιο του, και για τον λαό τού Κυρίου, και για τον οίκο τού Ισραήλ, επειδή έπεσαν με ρομφαία.
13 Και ο Δαβίδ είπε στον νέο, που του έδινε τις αγγελίες: Από πού είσαι; Και απάντησε: Είμαι γιος κάποιου πάροικου Αμαληκίτη.
14 Και ο Δαβίδ τού είπε: Πώς δεν φοβήθηκες να βάλεις το χέρι σου επάνω στον χρισμένο τού Κυρίου και να τον θανατώσεις;
15 Και ο Δαβίδ κάλεσε έναν από τους νέους, και είπε: Πλησίασε, πέσε επάνω του. Και τον χτύπησε, και πέθανε.
16 Και ο Δαβίδ τού είπε: Το αίμα σου επάνω στο κεφάλι σου, επειδή το στόμα σου μαρτύρησε εναντίον σου, λέγοντας: Εγώ θανάτωσα τον χρισμένο τού Κυρίου.
17 Και ο Δαβίδ θρήνησε τούτο τον θρήνο για τον Σαούλ, και για τον Ιωνάθαν, τον γιο του·
18 και παρήγγειλε να διδάξουν τους γιους Ιούδα αυτό το άσμα τού τόξου· (δες, είναι γραμμένο στο βιβλίο τού Ιασήρ).
19 Ω, δόξα τού Ισραήλ, κατακοντισμένη επάνω στους ψηλούς τόπους σου! Πώς έπεσαν οι δυνατοί!
20 Μη αναγγείλετε στη Γαθ, μη διακηρύξετε στις πλατείες τής Ασκάλωνας. Μήπως και χαρούν οι θυγατέρες των Φιλισταίων, μήπως και αγαλλιαστούν οι θυγατέρες των απερίτμητων·
21 Βουνά που είστε στη Γελβουέ, ας μη υπάρχει δρόσος ούτε βροχή, επάνω σε σας, ούτε χωράφια που δίνουν απαρχές· Επειδή, εκεί πετάχτηκε η ασπίδα των ισχυρών, η ασπίδα τού Σαούλ σαν να μη χρίστηκε με λάδι.
22 Από το αίμα των φονευμένων, από το λίπος των δυνατών, το τόξο τού Ιωνάθαν δεν στρεφόταν πίσω, και η ρομφαία τού Σαούλ δεν γύριζε αδειανή.
23 Ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν ήσαν οι αγαπημένοι και αξιαγάπητοι, στη ζωή τους, και στον θάνατό τους δεν χωρίστηκαν. Ήσαν ελαφρότεροι από τους αετούς, δυνατότεροι από τα λιοντάρια.
24 Θυγατέρες τού Ισραήλ, κλάψτε για τον Σαούλ, αυτόν που σας έντυνε με κόκκινα μαζί με καλλωπισμούς, που σας έβαζε χρυσά στολίδια επάνω στα ενδύματά σας.
25 Πώς έπεσαν οι δυνατοί μέσα στη μάχη! Ιωνάθαν, τραυματισμένε επάνω στους ψηλούς τόπους!
26 Περίλυπος είμαι για σένα, αδελφέ μου, Ιωνάθαν· Μου στάθηκες προσφιλέστατος· η αγάπη σου σε μένα ήταν εξαίσια· υπερέβαινε την αγάπη των γυναικών.
27 Πώς έπεσαν οι δυνατοί, και χάθηκαν τα όπλα τού πολέμου!
Leave a Reply