Τι λέει η Βίβλος αγωνίζεται – Όλα τα εδάφια της Βίβλου για αγωνίζεται

Αυτά είναι τα εδάφια της Βίβλου για τα οποία μιλάνε αγωνίζεται

Επιστολή Πέτρου Α’ 5 : 10
10 Και ο Θεός κάθε χάρης, που μας κάλεσε στην αιώνια δόξα του διαμέσου τού Ιησού Χριστού, αφού πάθετε λίγο, αυτός να σας τελειοποιήσει, στηρίξει, ενισχύσει, θεμελιώσει,

Προς Κορινθίους Α’ 10 : 13
13 Πειρασμός δεν σας κατέλαβε, παρά μονάχα ανθρώπινος· όμως, είναι πιστός ο Θεός, ο οποίος δεν θα σας αφήσει να πειραστείτε περισσότερο από τη δύναμή σας, αλλά μαζί με τον πειρασμό θα κάνει και την έκβαση, ώστε να μπορείτε να υποφέρετε.

Επιστολή Ιακώβου 1 : 2 – 4
2 Κάθε χαρά θεωρήστε, αδελφοί μου, όταν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς·
3 γνωρίζοντας ότι η δοκιμασία τής πίστης σας εργάζεται υπομονή·
4 η δε υπομονή ας έχει τέλειο έργο, για να είστε τέλειοι και ολόκληροι, χωρίς να είστε σε τίποτε ελλειπείς.

Προς Ρωμαίους 14 : 1
1 ΕΚΕΙΝΟΝ δε που ασθενεί στην πίστη, να τον δέχεστε, όχι σε διακρίσεις συλλογισμών.

Προς Ρωμαίους 8 : 28
28 Και ξέρουμε ότι όλα συνεργούν προς το αγαθό σ’ αυτούς που αγαπούν τον Θεό, τους προσκαλεσμένους σύμφωνα με τον προορισμό του.

Προς Ρωμαίους 14 : 10 – 13
10 Εσύ, όμως, γιατί κρίνεις τον αδελφό σου; Ή, κι εσύ, γιατί εξουθενώνεις τον αδελφό σου; Επειδή, όλοι εμείς θα παρασταθούμε στο βήμα τού Χριστού.
11 Καθότι, είναι γραμμένο: «Ζω εγώ» λέει ο Κύριος «ότι σε μένα θα κάμψει κάθε γόνατο, και κάθε γλώσσα θα δοξολογήσει τον Θεό».
12 Άρα, λοιπόν, κάθε ένας από μας θα δώσει λόγο για τον εαυτό του στον Θεό.
13 Λοιπόν, ας μη κρίνουμε πλέον ο ένας τον άλλον· αλλά, κρίνετε μάλλον τούτο, το να μη βάζετε πρόσκομμα στον αδελφό ή σκάνδαλο.

Προς Κορινθίους Β’ 10 : 3 – 5
3 επειδή, αν και περπατάμε με σάρκα, όμως δεν πολεμάμε κατά σάρκα·
4 επειδή, τα όπλα τού πολέμου μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά με τον Θεό για καθαίρεση οχυρωμάτων·
5 δεδομένου ότι, καθαιρούμε λογισμούς, και κάθε ύψωμα, που αλαζονικά υψώνεται ενάντια στη γνώση τού Θεού, και αιχμαλωτίζουμε κάθε νόημα στην υπακοή τού Χριστού·

Κατά Λουκάν 8 : 22 – 25
22 ΚΑΙ σε μια από τις ημέρες εκείνες μπήκε μέσα σε ένα πλοίο αυτός και οι μαθητές του· και τους είπε: Ας περάσουμε στην αντίπερα πλευρά τής λίμνης. Και σηκώθηκαν.
23 Και ενώ έπλεαν, αποκοιμήθηκε. Και στη λίμνη κατέβηκε ένας ανεμοστρόβιλος· και το πλοίο γέμιζε, και κινδύνευαν.
24 Και αφού ήρθαν κοντά του, τον ξύπνησαν, λέγοντας: Κύριε, Κύριε, χανόμαστε. Και εκείνος, αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και την ταραχή τού νερού· και σταμάτησαν, και έγινε γαλήνη.
25 Και τους είπε: Πού είναι η πίστη σας; Και ενώ φοβήθηκαν, θαύμασαν, λέγοντας αναμεταξύ τους: Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που και τους ανέμους προστάζει, και το νερό, και υπακούν σ’ αυτόν.

Προς Κορινθίους Α’ 6 : 19 – 20
19 Ή, δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός τού Αγίου Πνεύματος, που είναι μέσα σας, το οποίο έχετε από τον Θεό, και δεν είστε κύριοι του εαυτού σας;
20 Επειδή, αγοραστήκατε με τιμή· δοξάστε, λοιπόν, τον Θεό με το σώμα σας, και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι τού Θεού.

Προς Ρωμαίους 8 : 1
1 Δεν υπάρχει, λοιπόν, τώρα καμιά κατάκριση για εκείνους που είναι στον Ιησού Χριστό, αυτούς που δεν περπατούν σύμφωνα με τη σάρκα, αλλά σύμφωνα με το Πνεύμα.

Ιώβ 1 : 1 – 22
1 ΥΠΗΡΧΕ κάποιος άνθρωπος στη γη τής Αυσίτιδας, που ονομαζόταν Ιώβ· και ο άνθρωπος αυτός ήταν άμεμπτος και ευθύς, και φοβόταν τον Θεό, και έμενε μακριά από κακό.
2 Και σ’ αυτόν γεννήθηκαν επτά γιοι και τρεις θυγατέρες.
3 Και τα κτήνη του ήσαν 7.000 πρόβατα, και 3.000 καμήλες, και 500 ζευγάρια βοδιών, και 500 γαϊδούρια, και ένα μεγάλο πλήθος από υπηρέτες· και ο άνθρωπος εκείνος ήταν ο μεγαλύτερος από όλους τούς κατοίκους τής Ανατολής.
4 Και οι γιοι του πήγαιναν και έκαναν συμπόσια στα σπίτια τους, κάθε ένας κατά τη δική του ημέρα, και έστελναν και προσκαλούσαν τις τρεις αδελφές τους για να τρώνε και να πίνουν μαζί τους.
5 Και όταν τελείωναν οι ημέρες τού συμποσίου, ο Ιώβ έστελνε και τους αγίαζε, και, καθώς σηκωνόταν το πρωί, πρόσφερνε ολοκαυτώματα, σύμφωνα με τον αριθμό όλων τους· επειδή, ο Ιώβ έλεγε: Μήπως οι γιοι μου αμάρτησαν, και βλασφήμησαν τον Θεό στην καρδιά τους. Έ
6 Και κάποια ημέρα, οι γιοι τού Θεού ήρθαν να παρασταθούν μπροστά στον Κύριο, κι ανάμεσα σ’ αυτούς ήρθε και ο σατανάς.
7 Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Από πού έρχεσαι; Και ο σατανάς απάντησε στον Κύριο, και είπε: Αφού διάβηκα ολόγυρα τη γη, και περπάτησα μέσα σ’ αυτή, νάμαι.
8 Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Έβαλες τον νου σου επάνω στον δούλο μου τον Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιός του στη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, ο οποίος φοβάται τον Θεό, και απέχει από κακό;
9 Και ο σατανάς απάντησε στον Κύριο, και είπε: Μήπως ο Ιώβ δωρεάν φοβάται τον Θεό;
10 Δεν τον περιέφραξες από παντού, και το σπίτι του, και όλα όσα έχει; Τα έργα των χεριών του ευλόγησες, και τα κτήνη του πλήθυναν επάνω στη γη·
11 όμως, άπλωσε τώρα το χέρι σου, και άγγιξε όλα όσα έχει, για να δεις αν δεν σε βλασφημήσει κατά πρόσωπο.
12 Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Δες, στο χέρι σου όλα όσα έχει· μόνον επάνω σ’ αυτόν μη βάλεις το χέρι σου. Και ο σατανάς βγήκε μπροστά από τον Κύριο.
13 Και κάποια ημέρα οι γιοι του και οι θυγατέρες του έτρωγαν και έπιναν κρασί, στο σπίτι τού πρωτότοκου αδελφού τους.
14 Και ένας μηνυτής ήρθε στον Ιώβ, και είπε: Τα βόδια αροτρίαζαν, και τα γαϊδούρια έβοσκαν κοντά τους·
15 και έπεσαν επάνω τους οι Σαβαίοι και τα άρπαξαν· και τους δούλους τούς πάταξαν με μάχαιρα· και μόνος εγώ διασώθηκα για να σου το αναγγείλω.
16 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ήρθε κι ένας άλλος, και είπε: Φωτιά έπεσε από τον ουρανό, και έκαψε τα πρόβατα και τους δούλους, και τους κατέφαγε· και μόνος εγώ διασώθηκα για να σου το αναγγείλω.
17 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ήρθε κι άλλος ένας, και είπε: Οι Χαλδαίοι έκαναν τρεις λόχους, και εφόρμησαν στις καμήλες, και τις άρπαξαν· και τους δούλους τούς πάταξαν με μάχαιρα· και μόνος εγώ διασώθηκα για να σου το αναγγείλω.
18 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ήρθε κι ένας άλλος, και είπε: Οι γιοι σου και οι θυγατέρες σου έτρωγαν και έπιναν κρασί στο σπίτι τού πρωτότοκου αδελφού τους·
19 και ξάφνου, ήρθε ένας μεγάλος άνεμος από την πέρα πλευρά τής ερήμου, και χτύπησε τις τέσσερις γωνίες τού σπιτιού, και έπεσε επάνω στα παιδιά, και πέθαναν· και μόνος εγώ διασώθηκα για να σου το αναγγείλω.
20 Τότε, ο Ιώβ, αφού σηκώθηκε, έσχισε το επανωφόρι του, και ξύρισε το κεφάλι του, και έπεσε επάνω στη γη, και προσκύνησε,
21 και είπε: Γυμνός βγήκα από την κοιλιά τής μητέρας μου, και γυμνός θα επιστρέψω εκεί· ο Κύριος έδωσε, και ο Κύριος αφαίρεσε· ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου.
22 Σε όλα αυτά ο Ιώβ δεν αμάρτησε, και δεν έδωσε αφροσύνη στον Θεό.

Κατά Ιωάννην 14 : 6
6 Ο Ιησούς λέει σ’ αυτόν: Εγώ είμαι ο δρόμος, και η αλήθεια, και η ζωή· κανένας δεν έρχεται στον Πατέρα, παρά μόνον διαμέσου εμού·

Προς Γαλάτας 5 : 19 – 21
19 Είναι δε φανερά τα έργα τής σάρκας· τα οποία είναι: Μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια,
20 ειδωλολατρεία, φαρμακεία, έχθρες, φιλονικίες, ζηλοτυπίες, θυμοί, διαπληκτισμοί, διχοστασίες, αιρέσεις,
21 φθόνοι, φόνοι, μέθες, γλεντοκόπια, και τα παρόμοια μ’ αυτά· για τα οποία σας λέω από πριν, όπως και σας είχα προείπει, ότι αυτοί που τα πράττουν αυτά βασιλεία Θεού δεν θα κληρονομήσουν.

Κατά Ματθαίον 24 : 44
44 Γι’ αυτό, κι εσείς γίνεστε έτοιμοι· επειδή, κατά την ώρα που δεν στοχάζεστε, έρχεται ο Υιός τού ανθρώπου.

Ψαλμοί 139 : 1 – 18
1 “Στον αρχιμουσικό. Ψαλμός τού Δαβίδ. ΚΥΡΙΕ
2 Εσύ γνωρίζεις το κάθισμά μου και την έγερσή μου· καταλαβαίνεις τους λογισμούς μου από μακριά·
3 διερευνάς το περπάτημά μου και το πλάγιασμά μου, και όλους τους δρόμους μου γνωρίζεις.
4 Επειδή, δες, και πριν ο λόγος έρθει στη γλώσσα μου, εσύ, Κύριε, γνωρίζεις το παν.
5 Με περικυκλώνεις από πίσω και από μπροστά, και έβαλες το χέρι σου επάνω μου.
6 Η γνώση αυτή είναι σε μένα υπερθαύμαστη· είναι υψηλή· δεν μπορώ να φτάσω σ’ αυτή.
7 Πού να πάω από το πνεύμα σου; Και από το πρόσωπό σου πού να φύγω;
8 Αν ανέβω στον ουρανό, είσαι εκεί, αν πλαγιάσω στον άδη, νάσου εσύ.
9 Αν πάρω τα φτερά τής αυγής, και κατοικήσω στις εσχατιές τής θάλασσας,
10 και εκεί θα με οδηγήσει το χέρι σου, και το δεξί σου χέρι θα με κρατάει.
11 Αν πω: Το σκοτάδι, σίγουρα, θα με σκεπάσει, αλλά κι αυτή η νύχτα θα είναι ολόγυρά μου φως·
12 κι αυτό το σκοτάδι δεν σκεπάζει από σένα τίποτε· και η νύχτα λάμπει όπως η ημέρα· σε σένα το σκοτάδι είναι όπως το φως.
13 Επειδή, εσύ μόρφωσες τα νεφρά μου· με περιτύλιξες μέσα στην κοιλιά τής μητέρας μου.
14 Θα σε υμνώ, επειδή πλάστηκα με φοβερό και θαυμάσιο τρόπο· τα έργα σου είναι θαυμάσια· και η ψυχή μου το γνωρίζει αυτό πολύ καλά.
15 Δεν κρύφτηκαν τα κόκαλά μου από σένα, ενώ λάβαινε χώρα η κατασκευή μου μέσα σε κρυφό χώρο, και έπαιρνα μορφή μέσα στα κατώτατα μέρη τής γης.
16 Το αδιαμόρφωτο του σώματός μου είδαν τα μάτια σου· και μέσα στο βιβλίο σου όλα αυτά ήσαν γραμμένα, όπως και οι ημέρες κατά τις οποίες σχηματίζονταν, και ενώ τίποτε απ’ αυτά δεν υπήρχε·
17 πόσο δε πολύτιμες είναι οι βουλές σου σε μένα, Θεέ μου! Πόσο μεγαλύνθηκε ο αριθμός τους!
18 Αν ήθελα να τις απαριθμήσω, υπερβαίνουν την άμμο· ξυπνάω, κι ακόμα είμαι μαζί σου.

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *