Τι λέει η Βίβλος βασιλιάς Δαυίδ – Όλα τα εδάφια της Βίβλου για βασιλιάς Δαυίδ

Αυτά είναι τα εδάφια της Βίβλου για τα οποία μιλάνε βασιλιάς Δαυίδ

Βασιλειών Β’ 7 : 4 – 29
4 Και εκείνη τη νύχτα έγινε λόγος τού Κυρίου προς τον Νάθαν, λέγοντας:
5 Πήγαινε, και πες στον δούλο μου τον Δαβίδ: Έτσι λέει ο Κύριος: Εσύ θα οικοδομήσεις οίκο σε μένα, για να κατοικώ;
6 Επειδή, δεν κατοίκησα σε οίκο, από την ημέρα που ανέβασα τους γιους Ισραήλ από την Αίγυπτο, μέχρι αυτή την ημέρα, αλλά περιερχόμουν μέσα σε σκηνή και παραπετάσματα.
7 Παντού όπου περπάτησα μαζί με όλους τους γιους Ισραήλ, μίλησα ποτέ σε κάποιον από τις φυλές τού Ισραήλ, στον οποίον πρόσταξα να ποιμαίνει τον λαό μου τον Ισραήλ, λέγοντας: Γιατί δεν οικοδομήσατε κέδρινον οίκο σε μένα;
8 Τώρα, λοιπόν, έτσι θα πεις στον δούλο μου τον Δαβίδ: Έτσι λέει ο Κύριος των δυνάμεων: Εγώ σε πήρα από τη μάντρα, πίσω από τα πρόβατα, για να είσαι ηγεμόνας επάνω στον λαό μου, επάνω στον Ισραήλ·
9 και ήμουν μαζί σου παντού όπου περπάτησες, και εξολόθρευσα όλους τους εχθρούς σου από μπροστά σου, και σε έκανα ονομαστόν, σύμφωνα με το όνομα των μεγάλων που βρίσκονται επάνω στη γη·
10 και θα διορίσω έναν τόπο για τον λαό μου τον Ισραήλ, και θα τους φυτέψω, και θα κατοικούν σε δικό τους τόπο, και δεν θα μεταφέρονται πλέον· και οι γιοι τής αδικίας δεν θα τους καταθλίβουν πια, όπως άλλοτε,
11 και όπως τις ημέρες κατά τις οποίες είχα καταστήσει κριτές επάνω στον λαό μου Ισραήλ· και θα σε αναπαύσω από όλους τους εχθρούς σου. Ο Κύριος αναγγέλλει ακόμα σε σένα, ότι ο Κύριος θα οικοδομήσει σπίτι σε σένα.
12 Αφού συμπληρωθούν οι ημέρες σου, και κοιμηθείς μαζί με τους πατέρες σου, θα σηκώσω ύστερα από σένα το σπέρμα σου, που θα βγει από τα σπλάχνα σου, και θα στερεώσω τη βασιλεία του.
13 Αυτός θα οικοδομήσει οίκον στο όνομά μου· και θα στερεώσω τον θρόνο τής βασιλείας του μέχρι τον αιώνα·
14 εγώ θα είμαι σ’ αυτόν πατέρας, κι αυτός θα είναι σε μένα γιος· αν διαπράξει ανομία, θα τον σωφρονίσω με ράβδο ανδρών, και με μαστιγώσεις των γιων των ανθρώπων·
15 το έλεός μου, όμως, δεν θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν, όπως το αφαίρεσα από τον Σαούλ, που έβγαλα από μπροστά σου·
16 και η οικογένειά σου και η βασιλεία σου θα στερεωθεί μπροστά σου μέχρι τον αιώνα· ο θρόνος σου θα στερεωθεί στον αιώνα.
17 Σύμφωνα με όλα αυτά τα λόγια, και σύμφωνα με ολόκληρη αυτή την όραση, έτσι μίλησε ο Νάθαν στον Δαβίδ.
18 Τότε, ο βασιλιάς Δαβίδ μπήκε και κάθησε μπροστά στον Κύριο, και είπε: Ποιος είμαι εγώ, Κύριε Θεέ; Και ποια είναι η οικογένειά μου, ώστε με έφερες μέχρις αυτό;
19 Αλλά, κι αυτό ακόμα στάθηκε μικρό στα μάτια σου, Κύριε Θεέ· και μίλησες ακόμα και για την οικογένεια του δούλου σου για ένα μακρινό μέλλον. Κι αυτός, Δέσποτα Κύριε, είναι ο τρόπος των ανθρώπων;
20 Και τι μπορεί ο Δαβίδ να πει πλέον σε σένα; Επειδή, εσύ, Δέσποτα Κύριε, γνωρίζεις τον δούλο σου.
21 Εξαιτίας του λόγου σου, και σύμφωνα με την καρδιά σου, έκανες όλα αυτά τα εγαλεία, για να τα κάνεις γνωστά στον δούλο σου.
22 Γι’ αυτό, είσαι μέγας, Κύριε Θεέ· επειδή, δεν υπάρχει όμοιός σου· ούτε υπάρχει Θεός εκτός από σένα, σύμφωνα με όλα όσα ακούσαμε με τα αυτιά μας.
23 Και ποιο άλλο έθνος επάνω στη γη είναι όπως ο λαός σου, όπως ο Ισραήλ, που ο Θεός ήρθε να τον εξαγοράσει για δικό του λαό, και για να τον κάνει ονομαστόν, και να ενεργήσει για χάρη σας μεγάλα πράγματα και θαυμαστά, για χάρη της γης σου, μπροστά στον λαό σ
24 Επειδή, στερέωσες στον εαυτό σου τον λαό σου Ισραήλ, για να είναι λαός σου στον αιώνα· κι εσύ, Κύριε, έγινες Θεός τους.
25 Και, τώρα, Κύριε Θεέ, τον λόγο που μίλησες για τον δούλο σου, και για την οικογένειά του, ας στερεωθεί στον αιώνα, και κάνε καθώς μίλησες.
26 Και ας μεγαλυνθεί το όνομά σου μέχρι τον αιώνα, ώστε να λένε: Ο Κύριος των δυνάμεων είναι ο Θεός επάνω στον Ισραήλ· και η οικογένεια του δούλου σου Δαβίδ ας είναι μπροστά σου στερεωμένη.
27 Επειδή, εσύ, Κύριε των δυνάμεων, Θεέ τού Ισραήλ, αποκάλυψες στον δούλο σου, λέγοντας: Θα οικοδομήσω σε σένα οίκο· γι’ αυτό ο δούλος σου βρήκε την καρδιά του έτοιμη να προσευχηθεί σε σένα αυτή την προσευχή.
28 Και, τώρα, Δέσποτα Κύριε, εσύ είσαι ο Θεός, και τα λόγια σου θα είναι αληθινά, κι εσύ υποσχέθηκες αυτά τα αγαθά στον δούλο σου·
29 τώρα, λοιπόν, ευδόκησε να ευλογήσεις την οικογένεια του δούλου σου, για να είναι μπροστά σου στον αιώνα· επειδή, εσύ, Δέσποτα Κύριε, μίλησες· και από την ευλογία σου ας είναι η οικογένεια του δούλου σου ευλογημένη, στον αιώνα.

Βασιλειών Γ’ 1 : 1 – 53
1 ΚΑΙ ο βασιλιάς Δαβίδ ήταν γέροντας· προχωρημένος στην ηλικία· και τον σκέπαζαν με ιμάτια, αλλά δεν θερμαινόταν.
2 Και οι δούλοι του τού είπαν: Ας αναζητήσουν για τον κύριό μου, τον βασιλιά, μια νέα, παρθένα, για να στέκεται μπροστά στον βασιλιά, και να τον περιποιείται, και να κοιμάται στον κόρφο σου, για να θερμαίνεται ο κύριός μου ο βασιλιάς.
3 Και αναζήτησαν μια ωραία νέα σε όλα τα όρια του Ισραήλ· και βρήκαν την Αβισάγ τη Σουναμίτισσα, και την έφεραν στον βασιλιά.
4 Και η νέα ήταν υπερβολικά ωραία, και περιποιόταν τον βασιλιά, και τον υπηρετούσε· όμως, ο βασιλιάς δεν τη γνώρισε.
5 Τότε, ο Αδωνίας, ο γιος τής Αγγείθ, υπερηφανεύθηκε στον εαυτό του, λέγοντας: Εγώ θα βασιλεύσω· και ετοίμασε για τον εαυτό του άμαξες, και καβαλάρηδες, και 50 άνδρες που προέτρεχαν μπροστά του.
6 Και ο πατέρας του δεν τον πίκραινε ποτέ, λέγοντας: Γιατί εσύ ενεργείς έτσι; Και ήταν υπερβολικά ωραίος στην όψη· και η μητέρα του τον γέννησε μετά τον Αβεσσαλώμ.
7 Και συνομίλησε μαζί με τον Ιωάβ, τον γιο τής Σερουϊας, και με τον Αβιάθαρ τον ιερέα· κι αυτοί, ακολουθώντας τον Αδωνία, τον βοηθούσαν.
8 Ο Σαδώκ, όμως, ο ιερέας, και ο Βεναϊας, ο γιος τού Ιωδαέ, και ο προφήτης Νάθαν, και ο Σιμεϊ, και ο Ρεϊ, και οι δυνατοί τού Δαβίδ, δεν ήσαν μαζί με τον Αδωνία.
9 Και ο Αδωνίας έσφαξε πρόβατα και βόδια και σιτευτά κοντά στην πέτρα τού Ζωελέθ, που είναι κοντά στην Εν-ρωγήλ, και κάλεσε όλους τούς αδελφούς του, τους γιους τού βασιλιά, και όλους τούς άνδρες τού Ιούδα, τους δούλους τού βασιλιά.
10 Τον Νάθαν, όμως, τον προφήτη, και τον Βεναϊα, και τους ισχυρούς, και τον Σολομώντα, τον αδελφό του, δεν τους κάλεσε.
11 Και ο Νάθαν είπε στη Βηθ-σαβεέ, τη μητέρα τού Σολομώντα, λέγοντας: Δεν άκουσες ότι βασίλευσε ο Αδωνίας, ο γιος τής Αγγείθ, και ο κύριός μας ο Δαβίδ δεν το ξέρει;
12 Τώρα, λοιπόν, έλα, παρακαλώ, να σου δώσω μια συμβουλή, για να σώσεις τη ζωή σου, και τη ζωή τού γιου σου, του Σολομώντα·
13 πήγαινε, και μπες μέσα στον βασιλιά Δαβίδ, και πες του: Κύριέ μου βασιλιά, εσύ δεν ορκίστηκες στη δούλη σου, λέγοντας: Σίγουρα, ο Σολομώντας ο γιος σου θα βασιλεύσει ύστερα από μένα, κι αυτός θα καθήσει επάνω στον θρόνο μου; Γιατί, λοιπόν, βασίλευσε ο Αδω
14 Δες, ενώ ακόμα εσύ θα μιλάς εκεί με τον βασιλιά, θάρθω κι εγώ ύστερα από σένα και θα βεβαιώσω τα λόγια σου.
15 Και η Βηθ-σαβεέ μπήκε μέσα στον βασιλιά στον κοιτώνα· και ήταν εκεί ο βασιλιάς υπερβολικά γέροντας· και η Αβισάγ η Σουναμίτισσα υπηρετούσε τον βασιλιά.
16 Και καθώς η Βηθ-σαβεέ έσκυψε, προσκύνησε τον βασιλιά. Και ο βασιλιάς είπε: Τι έχεις;
17 Κι εκείνη τού είπε: Κύριέ μου, εσύ ορκίστηκες στον Κύριο τον Θεό σου προς τη δούλη σου, λέγοντας: Σίγουρα, ο Σολομώντας, ο γιος σου, θα βασιλεύσει ύστερα από μένα, κι αυτός θα καθήσει επάνω στον θρόνο μου·
18 αλλά τώρα, δες, βασίλευσε ο Αδωνίας· κι εσύ τώρα, κύριέ μου βασιλιά, δεν το ξέρεις·
19 έσφαξε βόδια, και σιτευτά, και πρόβατα σε αφθονία, και κάλεσε όλους τούς γιους τού βασιλιά, και τον Αβιάθαρ τον ιερέα, και τον Ιωάβ τον αρχιστράτηγο· τον δούλο σου τον Σολομώντα, όμως, δεν τον κάλεσε·
20 αλλά, σε σένα, κύριέ μου βασιλιά, σε σένα προσβλέπουν τα μάτια ολόκληρου του Ισραήλ, για να τους αναγγείλεις ποιος θα καθήσει επάνω στον θρόνο τού κυρίου μου του βασιλιά ύστερα απ’ αυτόν·
21 ειδεμή, αφού ο κύριός μου ο βασιλιάς κοιμηθεί μαζί με τους πατέρες του, εγώ και ο γιος μου ο Σολομώντας θα θεωρούμαστε φταίχτες.
22 Και να, ενώ αυτή μιλούσε ακόμα με τον βασιλιά, ήρθε ο Νάθαν ο προφήτης.
23 Και ανήγγειλαν στον βασιλιά, λέγοντας: Να, ο Νάθαν ο προφήτης. Και αφού μπήκε μπροστά στον βασιλιά, προσκύνησε τον βασιλιά με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος.
24 Και ο Νάθαν είπε: Κύριέ μου βασιλιά, εσύ είπες: Θα βασιλεύσει ο Αδωνίας ύστερα από μένα, κι αυτός θα καθήσει επάνω στον θρόνο μου;
25 Επειδή, κατέβηκε σήμερα και έσφαξε βόδια, και σιτευτά, και πρόβατα σε αφθονία, και κάλεσε όλους τούς γιους τού βασιλιά, και τους στρατηγούς, και τον Αβιάθαρ, τον ιερέα· και δες, τρώνε και πίνουν μπροστά του, και λένε: Ζήτω ο βασιλιάς Αδωνίας·
26 εμένα, όμως, εμένα τον δούλο σου, και τον Σαδώκ τον ιερέα, και τον Βεναϊα, τον γιο τού Ιωδαέ, και τον Σολομώντα τον δούλο σου, δεν μας κάλεσε·
27 από τον κύριό μου τον βασιλιά έγινε αυτό το πράγμα, και δεν φανέρωσες στον δούλο σου ποιος θα καθήσει επάνω στον θρόνο τού κυρίου μου του βασιλιά ύστερα απ’ αυτόν;
28 Και ο βασιλιάς Δαβίδ απάντησε, και είπε: Καλέστε μου τη Βηθ-σαβεέ. Και μπήκε μέσα μπροστά στον βασιλιά, και στάθηκε μπροστά στον βασιλιά.
29 Και ο βασιλιάς ορκίστηκε, και είπε: Ζει ο Κύριος, που λύτρωσε την ψυχή μου από κάθε στενοχώρια,
30 σίγουρα, καθώς ορκίστηκα σε σένα στον Κύριο τον Θεό τού Ισραήλ, λέγοντας, ότι ο Σολομώντας ο γιος σου θα βασιλεύσει ύστερα από μένα, κι αυτός θα καθήσει αντί για μένα επάνω στον θρόνο μου, έτσι θα κάνω αυτή την ημέρα.
31 Τότε, η Βηθ-σαβεέ, σκύβοντας με το πρόσωπο μέχρι το έδαφος, προσκύνησε τον βασιλιά, και είπε: Ζήτω ο κύριός μου ο βασιλιάς Δαβίδ στον αιώνα.
32 Και ο βασιλιάς Δαβίδ είπε: Καλέστε μου τον Σαδώκ τον ιερέα, και τον Νάθαν τον προφήτη, και τον Βεναϊα, τον γιο τού Ιωδαέ. Και ήρθαν μπροστά στον βασιλιά.
33 Και ο βασιλιάς τούς είπε: Πάρτε μαζί σας τους δούλους τού κυρίου σας, και καθίστε τον Σολομώντα τον γιο μου επάνω στο μουλάρι μου, και κατεβάστε τον στη Γιών·
34 και ας τον χρίσουν εκεί ως βασιλιά του Ισραήλ ο Σαδώκ ο ιερέας, και ο Νάθαν ο προφήτης· και σαλπίστε με τη σάλπιγγα, και πείτε: Ζήτω ο βασιλιάς Σολομώντας·
35 και, τότε, θα ανεβείτε πίσω απ’ αυτόν, για νάρθει και να καθήσει επάνω στον θρόνο μου· κι αυτός θα βασιλεύσει αντί για μένα· κι αυτόν πρόσταξα να είναι ηγεμόνας επάνω στον Ισραήλ, κι επάνω στον Ιούδα.
36 Και ο Βεναϊας, ο γιος τού Ιωδαέ, απάντησε στον βασιλιά, και είπε: Αμήν· έτσι ας επικυρώσει και ο Κύριος ο Θεός τού κυρίου μου του βασιλιά!
37 Και καθώς ο Κύριος στάθηκε μαζί με τον κύριό μου τον βασιλιά, έτσι να είναι και μαζί με τον Σολομώντα, και να μεγαλύνει τον θρόνο του περισσότερο από τον θρόνο τού κυρίου μου του βασιλιά Δαβίδ.
38 Τότε, κατέβηκε ο Σαδώκ ο ιερέας, και ο Νάθαν ο προφήτης, και ο Βεναϊας, ο γιος τού Ιωδαέ, και οι Χερεθαίοι, και οι Φελεθαίοι, και κάθισαν τον Σολομώντα επάνω στο μουλάρι τού βασιλιά Δαβίδ, και τον έφεραν στη Γιών.
39 Και ο Σαδώκ ο ιερέας πήρε το κέρατο του λαδιού από τη σκηνή, και έχρισε τον Σολομώντα. Και σάλπισαν με τη σάλπιγγα· και ολόκληρος ο λαός είπε: Ζήτω ο βασιλιάς Σολομώντας.
40 Και ολόκληρος ο λαός ανέβηκε πίσω απ’ αυτόν· και ο λαός έπαιζε φλογέρες, και ευφραινόταν με μεγάλη ευφροσύνη, και η γη σχιζόταν από τις φωνές τους.
41 Και ο Αδωνίας το άκουσε, και όλοι οι προσκαλεσμένοι του, καθώς τελείωσαν να τρώνε. Και όταν άκουσε ο Ιωάβ τη φωνή της σάλπιγγας, είπε: Ποια είναι αυτή η φωνή τής πόλης που θορυβεί;
42 Ενώ ακόμα μιλούσε, να, ήρθε ο Ιωνάθαν, ο γιος τού Αβιάθαρ, του ιερέα· και ο Αδωνίας τού είπε: Μπες μέσα· επειδή, εσύ είσαι γενναίος άνδρας, και φέρνεις αγαθές αγγελίες.
43 Και απαντώντας ο Ιωνάθαν είπε στον Αδωνία: Βέβαια, ο κύριός μας ο βασιλιάς Δαβίδ έκανε βασιλιά τον Σολομώντα·
44 και ο βασιλιάς έστειλε μαζί του τον Σαδώκ τον ιερέα, και τον Νάθαν τον προφήτη, και τον Βεναϊα τον γιον τού Ιωδαέ, και τους Χερεθαίους, και τους Φελεθαίους, και τον κάθισαν επάνω στο μουλάρι τού βασιλιά·
45 και ο Σαδώκ ο ιερέας και ο Νάθαν ο προφήτης τον έχρισαν βασιλιά στη Γιών· και ανέβηκαν από εκεί ευφραινόμενοι, και αντήχησε η πόλη· αυτή είναι η φωνή, που ακούσατε·
46 και, μάλιστα, ο Σολομώντας κάθησε επάνω στον θρόνο τής βασιλείας·
47 κι ακόμα, μπήκαν μέσα οι δούλοι τού βασιλιά να ευχηθούν τον κύριό μας τον βασιλιά Δαβίδ, λέγοντας: Ο Θεός να λαμπρύνει το όνομα του Σολομώντα περισσότερο από το όνομά σου, και να μεγαλύνει τον θρόνο του περισότερο από τον θρόνο σου· και ο βασιλιάς προσκύν
48 και ο βασιλιάς είπε ακόμα τα εξής: Ευλογητός ο Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ, ο οποίος μου έδωσε σήμερα διάδοχο που κάθεται επάνω στον θρόνο μου, και τα μάτια μου το βλέπουν.
49 Τότε, όλοι οι προσκαλεσμένοι, που ήσαν μαζί με τον Αδωνία, εκπλάγηκαν, και αφού σηκώθηκαν, πήγαν κάθε ένας στον δρόμο του.
50 Και ο Αδωνίας φοβήθηκε από το πρόσωπο του Σολομώντα, και αφού σηκώθηκε, πήγε, και πιάστηκε από τα κέρατα του θυσιαστηρίου.
51 Και ανήγγειλαν στον Σολομώντα, λέγοντας: Δες, ο Αδωνίας φοβάται τον βασιλιά Σολομώντα· και να, πιάστηκε από τα κέρατα του θυσιαστηρίου, λέγοντας: Ας μου ορκιστεί σήμερα ο βασιλιάς Σολομώντας, ότι δεν θα θανατώσει τον δούλο του με ρομφαία.
52 Και ο Σολομώντας είπε: Αν σταθεί άνδρας αγαθός, ούτε μία από τις τρίχες του δεν θα πέσει επάνω στη γη· αν, όμως, βρεθεί σ’ αυτόν κακία, θα θανατωθεί.
53 Και ο βασιλιάς Σολομώντας έστειλε, και τον κατέβασαν από το θυσιαστήριο· και ήρθε, και προσκύνησε τον βασιλιά Σολομώντα· και ο Σολομώντας τού είπε: Πήγαινε στο σπίτι σου.

Κατά Ιωάννην 14 : 26
26 Και ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, που ο Πατέρας θα στείλει στο όνομά μου, εκείνος θα σας τα διδάξει όλα, και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα είπα προς εσάς.

Βασιλειών Β’ 12 : 1 – 31
1 ΚΑΙ ο Κύριος έστειλε τον Νάθαν προς τον Δαβίδ. Και ήρθε σ’ αυτόν, και του είπε: Ήσαν 2 άνδρες σε κάποια πόλη, ο ένας πλούσιος και ο άλλος φτωχός.
2 Ο πλούσιος είχε κοπάδια και μάντρες από βόδια υπερβολικά πολλές.
3 Και ο φτωχός δεν είχε άλλο, παρά μία μικρή αμνάδα, που αγόρασε και έθρεψε· και μεγάλωσε μαζί του, και μαζί με τα παιδιά του· έτρωγε από το ψωμί του, και έπινε από το ποτήρι του, και κοιμόταν στον κόρφο του, και του ήταν σαν θυγατέρα.
4 Ήρθε δε στον πλούσιο κάποιος διαβάτης, και λυπήθηκε να πάρει από τα κοπάδια του, και από τις μάντρες των βοδιών του, για να ετοιμάσει στον οδοιπόρο, που είχε έρθει σ’ αυτόν, και πήρε την αμνάδα τού φτωχού, και την ετοίμασε για τον άνθρωπο που είχε έρθει σ
5 Και άναψε η οργή του Δαβίδ υπερβολικά ενάντια στον άνθρωπο· και είπε στον Νάθαν: Ζει ο Κύριος, άξιος θανάτου είναι ο άνθρωπος, που το έκανε αυτό·
6 και θα πληρώσει την αμνάδα στο τετραπλάσιο, επειδή έπραξε αυτό το πράγμα, και επειδή δεν σπλαχνίστηκε.
7 Και ο Νάθαν είπε στον Δαβίδ: Εσύ είσαι ο άνθρωπος. Έτσι λέει ο Κύριος, ο Θεός τού Ισραήλ: Εγώ σε έχρισα βασιλιά επάνω στον Ισραήλ, και εγώ σε ελευθέρωσα από το χέρι τού Σαούλ·
8 και σου έδωσα τον οίκο τού κυρίου σου, και τις γυναίκες τού κυρίου σου στον κόρφο σου, και σου έδωσα τον οίκο Ισραήλ και του Ιούδα· και αν τούτο ήταν λίγο, θα σου πρόσθετα παρόμοια και παρόμοια·
9 γιατί καταφρόνησες τον λόγο τού Κυρίου, ώστε να πράξεις το κακό στα μάτια του; Τον Ουρία τον Χετταίο πάταξες με ρομφαία, και πήρες τη γυναίκα του στον εαυτό σου ως γυναίκα, κι αυτόν τον θανάτωσες με τη ρομφαία των γιων Αμμών·
10 τώρα, λοιπόν, ρομφαία δεν θα αποσυρθεί από την οικογένειά σου· επειδή, με καταφρόνησες, και πήρες τη γυναίκα τού Ουρία τού Χετταίου για να είναι γυναίκα σου.
11 Έτσι λέει ο Κύριος: Δες, θα ξεσηκώσω εναντίον σου κακά μέσα από την οικογένειά σου, και θα πάρω τις γυναίκες σου μπροστά από τα μάτια σου, και θα τις δώσω στον πλησίον σου, και θα κοιμηθεί με τις γυναίκες σου μπροστά σ’ αυτόν τον ήλιο·
12 επειδή, εσύ έπραξες κρυφά· εγώ, όμως, θα κάνω αυτό το πράγμα μπροστά από ολόκληρο τον Ισραήλ, και κατάντικρυ στον ήλιο.
13 Και ο Δαβίδ είπε στον Νάθαν: Αμάρτησα στον Κύριο. Και ο Νάθαν είπε στον Δαβίδ: Και ο Κύριος παρέβλεψε το αμάρτημά σου· δεν θα πεθάνεις·
14 επειδή, όμως, με την πράξη αυτή έδωσες μεγάλη αφορμή στους εχθρούς τού Κυρίου να βλασφημούν, γι’ αυτό, το παιδί που γεννήθηκε σε σένα θα πεθάνει οπωσδήποτε.
15 Και ο Νάθαν έφυγε για το σπίτι του. Και ο Κύριος πάταξε το παιδί, που η γυναίκα τού Ουρία γέννησε στον Δαβίδ, και αρρώστησε.
16 Και ο Δαβίδ ικέτευσε τον Κύριο υπέρ του παιδιού· και ο Δαβίδ νήστεψε, και αφού μπήκε μέσα, διανυχτέρευσε, ξαπλωμένος καταγής.
17 Και σηκώθηκαν οι πρεσβύτεροι του σπιτιού του, και ήρθαν σ’ αυτόν για να τον σηκώσουν από τη γη· όμως, δεν θέλησε, ούτε έφαγε ψωμί μαζί τους.
18 Και την έβδομη ημέρα το παιδί πέθανε. Και οι δούλοι τού Δαβίδ φοβήθηκαν να του αναγγείλουν ότι το παιδί πέθανε· επειδή, έλεγαν: Δέστε, ενώ το παιδί ζούσε ακόμα, του μιλούσαμε, και δεν εισάκουγε στη φωνή μας· πόσο, λοιπόν, θα κάνει κακό, αν του πούμε ότι τ
19 Αλλ’ ο Δαβίδ βλέποντας ότι οι δούλοι του ψιθύριζαν αναμεταξύ τους, ο Δαβίδ κατάλαβε ότι το παιδί πέθανε· γι’ αυτό, ο Δαβίδ είπε στους δούλους του: Πέθανε το παιδί; Κι εκείνοι είπαν: Πέθανε.
20 Τότε, ο Δαβίδ σηκώθηκε από τη γη, και λούστηκε, και αλείφθηκε, και άλλαξε τα ιμάτιά του, και μπήκε μέσα στον οίκο τού Κυρίου, και προσκύνησε· έπειτα, μπήκε μέσα στο σπίτι του· και ζήτησε να φάει, και έβαλαν μπροστά του ψωμί, και έφαγε.
21 Και οι δούλοι του είπαν σ’ αυτόν: Τι είναι τούτο, που έκανες; Νήστευες και έκλαιγες για το παιδί, ενώ ζούσε· και αφού πέθανε το παιδί, σηκώθηκες, και έφαγες ψωμί.
22 Και είπε: Ενώ ακόμα ζούσε το παιδί, νήστεψα και έκλαψα, επειδή είπα: Ποιος ξέρει; Ίσως, ο Θεός με ελεήσει, και ζήσει το παιδί·
23 αλλά, τώρα, πέθανε· γιατί να νηστεύω; Μήπως μπορώ να το φέρω πάλι πίσω; Εγώ θα πάω προς αυτό, αυτό όμως δεν θα επιστρέψει προς εμένα.
24 Και ο Δαβίδ παρηγόρησε τη Βηθ-σαβεέ, τη γυναίκα του, και μπήκε μέσα σ’ αυτήν, και κοιμήθηκε μαζί της, και γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Σολομώντα· και ο Κύριος τον αγάπησε.
25 Και έστειλε διαμέσου του Νάθαν τού προφήτη, και αποκάλεσε το όνομά του Ιεδιδία, για τον Κύριο.
26 ΚΑΙ ο Ιωάβ πολέμησε ενάντια στη Ραββά των γιων Αμμών, και κυρίευσε τη βασιλική πόλη.
27 Και ο Ιωάβ έστειλε μηνυτές στον Δαβίδ, και είπε: Πολέμησα ενάντια στη Ραββά, μάλιστα κυρίευσα την πόλη των νερών·
28 Τώρα, λοιπόν, συγκέντρωσε το υπόλοιπο του λαού, και στρατοπέδευσε ενάντια στην πόλη, και κυρίευσέ την, για να μη κυριεύσω εγώ την πόλη και ονομαστεί το όνομά μου επάνω σ’ αυτή.
29 Και ο Δαβίδ συγκέντρωσε ολόκληρο τον λαό, και πήγε στη Ραββά, και πολέμησε εναντίον της, και την κυρίευσε·
30 και πήρε το στεφάνι τού βασιλιά τους από το κεφάλι του, το βάρος τού οποίου ήταν ένα τάλαντο χρυσάφι με πολύτιμες πέτρες· και τέθηκε επάνω στο κεφάλι τού Δαβίδ· και έφερε έξω υπερβολικά πολλά λάφυρα της πόλης·
31 και τον λαό που ήταν μέσα σ’ αυτή τον έβγαλε έξω, και τον έβαλε κάτω από σιδερένια πριόνια, και κάτω από σιδερένια τριβόλια, και κάτω από σιδερένιους πελέκεις, και τους πέρασε μέσα από το καμίνι των πλίνθων. Και έτσι έκανε ο Δαβίδ σε όλες τις πόλεις των γ

Ψαλμοί 144 : 1
1 Ψαλμός τού Δαβίδ. ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ ο Κύριος, το φρούριό μου, αυτός που διδάσκει τα χέρια μου σε πόλεμο, και τα δάχτυλά μου σε μάχη·

Ψαλμοί 46 : 1
1 Στον αρχιμουσικό, για τους γιους τού Κορέ· τραγούδι σε Αλαμώθ. Ο ΘΕΟΣ είναι καταφυγή μας και δύναμη, βοήθεια ετοιμότατη μέσα στις θλίψεις.

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *