Αυτά είναι τα εδάφια της Βίβλου για τα οποία μιλάνε αυτισμό
Κατά Ιωάννην 9 : 1 – 3
1 ΚΑΙ ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής.
2 Και οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;
3 Ο Ιησούς αποκρίθηκε: Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ’ αυτόν.
Προς Κορινθίους Α’ 12 : 18
18 Αλλά, τώρα, ο Θεός έβαλε τα μέλη το κάθε ένα απ’ αυτά στο σώμα, όπως θέλησε.
Ησαΐας 54 : 13
13 Μάλιστα, όλοι οι γιοι σου θα είναι διδακτοί από τον Κύριο, και η ειρήνη των γιων σου θα είναι μεγάλη.
Ιερεμίας 29 : 11
11 Επειδή, εγώ γνωρίζω τις βουλές που βουλεύομαι για σας, λέει ο Κύριος, βουλές ειρήνης, και όχι κακού, για να σας δώσω το προσδοκώμενο τέλος.
Προς Ρωμαίους 12 : 2
2 Και μη συμμορφώνεστε με τούτο τον αιώνα, αλλά μεταμορφώνεστε διαμέσου τής ανακαίνισης του νου σας, ώστε να δοκιμάζετε τι είναι το θέλημα του Θεού, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο.
Ψαλμοί 139 : 1 – 24
1 “Στον αρχιμουσικό. Ψαλμός τού Δαβίδ. ΚΥΡΙΕ
2 Εσύ γνωρίζεις το κάθισμά μου και την έγερσή μου· καταλαβαίνεις τους λογισμούς μου από μακριά·
3 διερευνάς το περπάτημά μου και το πλάγιασμά μου, και όλους τους δρόμους μου γνωρίζεις.
4 Επειδή, δες, και πριν ο λόγος έρθει στη γλώσσα μου, εσύ, Κύριε, γνωρίζεις το παν.
5 Με περικυκλώνεις από πίσω και από μπροστά, και έβαλες το χέρι σου επάνω μου.
6 Η γνώση αυτή είναι σε μένα υπερθαύμαστη· είναι υψηλή· δεν μπορώ να φτάσω σ’ αυτή.
7 Πού να πάω από το πνεύμα σου; Και από το πρόσωπό σου πού να φύγω;
8 Αν ανέβω στον ουρανό, είσαι εκεί, αν πλαγιάσω στον άδη, νάσου εσύ.
9 Αν πάρω τα φτερά τής αυγής, και κατοικήσω στις εσχατιές τής θάλασσας,
10 και εκεί θα με οδηγήσει το χέρι σου, και το δεξί σου χέρι θα με κρατάει.
11 Αν πω: Το σκοτάδι, σίγουρα, θα με σκεπάσει, αλλά κι αυτή η νύχτα θα είναι ολόγυρά μου φως·
12 κι αυτό το σκοτάδι δεν σκεπάζει από σένα τίποτε· και η νύχτα λάμπει όπως η ημέρα· σε σένα το σκοτάδι είναι όπως το φως.
13 Επειδή, εσύ μόρφωσες τα νεφρά μου· με περιτύλιξες μέσα στην κοιλιά τής μητέρας μου.
14 Θα σε υμνώ, επειδή πλάστηκα με φοβερό και θαυμάσιο τρόπο· τα έργα σου είναι θαυμάσια· και η ψυχή μου το γνωρίζει αυτό πολύ καλά.
15 Δεν κρύφτηκαν τα κόκαλά μου από σένα, ενώ λάβαινε χώρα η κατασκευή μου μέσα σε κρυφό χώρο, και έπαιρνα μορφή μέσα στα κατώτατα μέρη τής γης.
16 Το αδιαμόρφωτο του σώματός μου είδαν τα μάτια σου· και μέσα στο βιβλίο σου όλα αυτά ήσαν γραμμένα, όπως και οι ημέρες κατά τις οποίες σχηματίζονταν, και ενώ τίποτε απ’ αυτά δεν υπήρχε·
17 πόσο δε πολύτιμες είναι οι βουλές σου σε μένα, Θεέ μου! Πόσο μεγαλύνθηκε ο αριθμός τους!
18 Αν ήθελα να τις απαριθμήσω, υπερβαίνουν την άμμο· ξυπνάω, κι ακόμα είμαι μαζί σου.
19 Βέβαια, θα θανατώσεις, Θεέ, τους ασεβείς· απομακρυνθείτε, λοιπόν, από μένα, άνδρες αιμάτων.
20 Επειδή, μιλούν εναντίον σου με τρόπο ασεβή· οι εχθροί σου παίρνουν το όνομά σου μάταια.
21 Μήπως δεν μισώ, Κύριε, εκείνους που σε μισούν; Και δεν αγανακτώ ενάντια σ’ εκείνους που επαναστατούν εναντίον σου;
22 Με τέλειο μίσος τούς μισώ· τους έχω για εχθρούς.
23 Θεέ, δοκίμασέ με, και γνώρισε την καρδιά μου· εξέτασέ με, και μάθε τους στοχασμούς μου·
24 και δες, μήπως υπάρχει μέσα μου κάποιος δρόμος ανομίας· και οδήγησέ με στον δρόμο τον αιώνιο.
Έξοδος 4 : 11
11 Και ο Κύριος του είπε: Ποιος έδωσε στόμα στον άνθρωπο; Ή, ποιος έκανε τον άλαλο ή τον κουφό ή εκείνον που βλέπει ή τον τυφλό; Όχι εγώ ο Κύριος;
Γένεσις 1 : 27
27 Και ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα· σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού τον δημιούργησε· αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε·
Κατά Ματθαίον 17 : 14 – 18
14 Και όταν ήρθαν προς το πλήθος, τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος γονατίζοντας σ’ αυτόν,
15 και λέγοντας: Κύριε, ελέησέ μου τον γιο, επειδή παθαίνει σεληνιασμό, και υποφέρει φοβερά· με αποτέλεσμα να πέφτει στη φωτιά, και πολλές φορές στο νερό·
16 και τον έφερα στους μαθητές σου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν.
17 Και αποκρινόμενος ο Ιησούς, είπε: Ω, γενεά άπιστη και διεστραμμένη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θα σας υποφέρω; Φέρτε τον εδώ σε μένα.
18 Και ο Ιησούς τον επιτίμησε, και το δαιμόνιο βγήκε απ’ αυτόν, και το παιδί θεραπεύθηκε από εκείνη την ώρα.
Κατά Ιωάννην 3 : 17
17 Δεδομένου ότι, ο Θεός δεν απέστειλε τον Υιό του στον κόσμο, για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος διαμέσου αυτού.
Προς Κορινθίους Α’ 1 : 26 – 29
26 Επειδή, αδελφοί, βλέπετε την πρόσκλησή σας, ότι είστε, κατά σάρκα, όχι πολλοί σοφοί, όχι πολλοί δυνατοί, όχι πολλοί ευγενείς.
27 Αλλά, ο Θεός διάλεξε τα μωρά τού κόσμου, για να καταντροπιάσει τούς σοφούς· και τα ασθενή τού κόσμου διάλεξε ο Θεός για να καταντροπιάσει τα ισχυρά·
28 και τα αγενή τού κόσμου και τα εξουθενημένα διάλεξε ο Θεός, και εκείνα που θεωρούνται για τίποτε, για να καταργήσει αυτά που θεωρούνται κάτι.
29 Για να μη καυχηθεί καμιά σάρκα μπροστά του.
Κατά Μάρκον 9 : 17 – 29
17 Και απαντώντας ένας από το πλήθος, είπε: Δάσκαλε, έφερα σε σένα τον γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο·
18 και όπου τον πιάσει, τον σπαράζει· και αφρίζει, και τρίζει τα δόντια του, και μένει ξερός· και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν.
19 Κι εκείνος απαντώντας σ’ αυτόν, λέει: Ω, γενεά άπιστη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θα σας υπομένω; Φέρτε τον σε μένα.
20 Και τον έφεραν σ’ αυτόν· και καθώς τον είδε, το πνεύμα αμέσως τον σπάραξε· και πέφτοντας επάνω στη γη, κυλιόταν αφρίζοντας.
21 Και ρώτησε τον πατέρα του: Πόσος καιρός είναι αφ’ ότου τού συνέβηκε αυτό; Και εκείνος είπε: Από παιδί.
22 Και πολλές φορές τον έρριξε και σε φωτιά και στα νερά, για να τον εξολοθρεύσει· αλλά, αν μπορείς κάτι, βοήθησέ μας, δείχνοντας σπλάχνα επάνω μας.
23 Και ο Ιησούς είπε σ’ αυτόν, το: Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει.
24 Κι αμέσως ο πατέρας τού παιδιού, κράζοντας με δάκρυα, έλεγε: Πιστεύω, Κύριε· βοήθα με στην απιστία μου.
25 Και ο Ιησούς βλέποντας ότι τρέχει προς τα εκεί κόσμος, επιτίμησε το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντας σ’ αυτό: Το πνεύμα, το άλαλο και το κουφό, εγώ σε προστάζω: Βγες απ’ αυτόν, και στο εξής μη μπεις μέσα σ’ αυτόν.
26 Και το πνεύμα, αφού έκραξε, και τον σπάραξε πολύ, βγήκε· και έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί έλεγαν ότι πέθανε.
27 Ο Ιησούς, όμως, πιάνοντάς τον από το χέρι, τον σήκωσε· και σηκώθηκε.
28 Και όταν μπήκε μέσα σ’ ένα σπίτι, οι μαθητές του τον ρωτούσαν κατ’ ιδίαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;
29 Και τους είπε: Αυτό το γένος δεν μπορεί να βγει με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μονάχα με προσευχή και νηστεία.
Leave a Reply